ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ (4)

6. DIVERTIΜΕΝΤΟ
 
Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν,
ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου
καὶ εἰς ταμεῖον τῆς συλλαβούσης με.


ΑΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, τότε ὁ γάμος εἶναι τρόπος τῆς φύσης. Φύση θὰ πεῖ: νόμος, ἀναγκαιότητα. Καὶ ὁ τρόπος τοῦ νόμου, θεσμός. Ὁ νόμος θεσμοποιεῖ τὴ φυσικὴ ἀνάγκη, θωρακίζει τὴν ἀτομικὴ ἀπαίτηση. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς προϊστορίας ὁ γάμος φτάνει ὣς ἐμᾶς μὲ τὴ σταθερὴ περπατησιὰ τοῦ νόμου, τοῦ «φυσικοῦ θεσμοῦ»: Σύμβαση ἐξισορρόπησης δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων. Κατοχυρώνει τὰ συμβαλλόμενα ἐγώ, τὰ ἐξασφαλίζει. Προσφέρει μὲ σωστὴ μοιρασιὰ τὴν αἴσθηση τῆς στέγης, τὴ σιγουριὰ τῆς συντροφιᾶς, τὴν κοινὴ τροφή, τὴν ἀμοιβαία ἡδονή, τὴν πλασματικὴ διαιώνιση τοῦ ἐγὼ στὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν.
Προκαθορισμένος θεσμός, δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία τῆς ζωῆς - γάμος καὶ ἔρωτας δυὸ ἀντίπαλα δεδομένα. Δὲν μπορεῖ ὁ θεσμὸς νὰ προβλέπει τὴν ἑτερότητα, τὴν περιπέτεια ἢ τὴ γεύση τῆς ποιότητας. Ὁρίζει καὶ κατοχυρώνει τὸ γενικό, τὸ ἀπρόσωπο, τὸ ἀντικειμενικό. Παγιώνει τὴ ζωὴ σὲ σταθεροὺς προκαθορισμούς, τὴν ὁριοθετεῖ σὲ σχήματα ἐλεγχόμενα, χρηστικά.
Ἔκπληξη ζωῆς ὁ ἔρωτας, θεσμοποίηση τῆς ἀνάγκης ὁ γάμος. Ἀνάγκη, ὁ τρόπος τῆς φύσης. Ὁριοθετημένος, μὲ τὴ σαφήνεια τοῦ νόμου, δίχως περιθώρια ἄγνοιας ἢ πλάνης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν γάμο δὲν δικαιολογεῖται αἰφνιδιασμός. Ἂν προσδοκοῦμε κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ γάμος σπερματικὰ ἐπαγγέλλεται, τότε τὸ λάθος εἶναι δικό μας. Ἐπιπολαιότητα, ἢ μειωμένη ὅραση.
Τρόπος τῆς φύσης, ὁ νόμος· ὁ τρόπος τοῦ νόμου, θεσμός. Εἶναι ἡ φυσικὴ ἀπαίτηση ποὺ θεσμοποιεῖται μὲ τὸν γάμο. Ἀπαίτηση κατοχῆς τοῦ ἄλλου, ἰδιοποίησης, ἰδιοκτησίας. Συμβατικὰ ἰσόρροπη κατοχή, ἀμοιβαία ἰδιοποίηση. Δίνεις γιὰ νὰ παίρνεις, προσφέρεις γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις. Ὅ,τι σπερματικὰ ἐπαγγέλλεται ὁ γάμος δὲν προϋποθέτει τὸν ἔρωτα - ἂν δὲν τὸν ἀποκλείει. Ἡ διακινδύνευση τῆς ἀπροκαθόριστης σχέσης, ἡ δυναμικὴ τῶν ἐκπλήξεων, δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴ λογικὴ τοῦ θεσμοῦ.
Καθόλου τυχαῖο ποὺ κωδικοποιήσαμε οἱ ἄνθρωποι τὴ γαμήλια σχέση σὲ κανόνες Δικαίου. Ἐθιμικοῦ καὶ κρατικοῦ. Ἂν οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ὑποχρεώσεις δὲν ἰσορροποῦν, καταφεύγουμε στὸν δικαστή. Ζητᾶμε τὸ δίκιο μας ἀπὸ τὴν κρατικὴ βία. Ἀκόμα καὶ ἡ σωματικὴ σχέση μπορεῖ νὰ ἀπαιτηθεῖ ἀπὸ τὸν σύντροφο μὲ δικαστικὴ ἀπόφαση: Εἶναι τὸ «συζυγικὸ καθῆκον» του. Ὁ νόμος κατοχυρώνει τὴ φυσικὴ ἀπαίτηση, διεκδικεῖ καὶ τὴν ποδηγέτηση τῆς ἐπιθυμίας.
Ὁ ἔρωτας δὲν ἐξασφαλίζεται μὲ τὸν γάμο, ὁ θεσμὸς δὲν ἐγγυᾶται τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς ζωῆς. Ξέρουμε στὴν πράξη ὅτι ἀναρίθμητοι γάμοι ξεκινᾶνε δίχως ἔρωτα, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ θεωροῦσαν πάντα καὶ τὸ θεωροῦν αὐτονόητο. Ὅσοι πάλι ξεκινᾶνε μὲ τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα, αἰθεροδρομοῦν ἂν πιστεύουν ὅτι ὁ θεσμὸς θὰ ἐξασφαλίσει στὸν ἔρωτά τους μονιμότητα καὶ ἰσοβιότητα. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς ἀποκλείεται νὰ ἐξασφαλιστεῖ μὲ τὸν τρόπο τῆς φύσης.
Ἡ διαστολὴ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης φωτίστηκε ἀποκαλυπτικὰ μὲ τὸν λόγο τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ διαφορὰ τοῦ ἔρωτα ἀπὸ τὸν γάμο βρίσκει μέσα στὴ χριστιανικὴ Παράδοση ἴσως τὴν ἐναργέστερη διασάφηση. Ὑπόδειγμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἡ «κένωση», ἡ ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορὰ - ὑπόδειγμα ἔνσαρκο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ διαρρήξει τοὺς δεσμοὺς τῆς ἐξάρτησης ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης: δεσμοὺς συγγένειας, δεσμοὺς ἐξασφάλισης ποὺ προσφέρει τὸ θεσμικὸ πλαίσιο τοῦ γάμου.
Εἴ τις ἔρχεται πρός με, λέει ὁ Χριστός, καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι (Λουκ. 14, 26). Περιθώριο συμβιβασμοῦ μὲ τὴ φυσικὴ θωράκιση, τὴν ψυχολογικὴ κατοχύρωση τοῦ ἀτόμου μέσα στὸ θεσμικὸ πλέγμα τῶν γαμικῶν δεσμῶν, δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ἴσως ὁ σκληρότερος λόγος ποὺ εἰπώθηκε ποτὲ γιὰ τὸν γάμο.
Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου διαφαίνεται ὁ στόχος αὐτοῦ τοῦ «μίσους», τῆς ἀνυποχώρητης ρήξης μὲ τοὺς δεσμοὺς τῆς συγγένειας: Εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση γιὰ χάρη τῆς σχέσης, ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀνάγκη γιὰ χάρη τοῦ ἔρωτα. Τοῦ κατεξοχὴν ἔρωτα, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐλευθερία ἀπὸ φυσικοὺς δεσμοὺς καὶ θεσμοὺς δὲν σημαίνει ἄρνηση ἢ ἀπόρριψη τῆς φύσης. Μόνο παραίτηση ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης, τὸν τρόπο τῆς ἰδιοποίησης καὶ κατοχῆς· ... Ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι (1 Κορ. 7, 29-31).
Στὸ ἴδιο κείμενο ὁ Παῦλος συνιστᾶ τὸν γάμο μόνο κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ᾿ ἐπιταγὴν (7,6). Ἡ «συγγνώμη» σημαίνει παραχώρηση στὸν τρόπο τῆς φύσης, τὸν τρόπο τοῦ θανάτου, γιὰ λόγους παιδαγωγίας τοῦ ἀνθρώπου. Τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ παιδαγωγία ποὺ συμβιβάζεται μὲ τὸν θάνατο; Ὁ Παῦλος ξέρει ὅτι οἱ σχέσεις μέσα στὸν γάμο εἶναι ἀναπόφευκτα ἐξουσιαστικὲς σχέσεις ἰσόρροπης κατοχῆς, ἀμοιβαίας ἰδιοποίησης: Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνὴ (7,4). Ὡστόσο, εἶναι παιδευτικὰ προτιμότερο (γονιμότερο σὲ δυνατότητες ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης), νὰ δεσμεύεται ὁ ἄνθρωπος στὴ θεσμοποιημένη ἐξισορρόπηση αὐτοῦ τοῦ ἀμοιβαίου ἐξουσιασμοῦ, παρὰ νὰ ἐξουσιάζει δίχως νὰ ἐξουσιάζεται - ὅπως συμβαίνει στὴν πορνεία. Διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω (7,2). Ὁ φυσικὸς καὶ νομικὸς θεσμὸς τοῦ γάμου δικαιώνεται σὲ σύγκριση μὲ τὴ φυσικὴ ἀσυδοσία τῆς πορνείας.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ χριστιανική, οἱ προγενέστερες θρησκευτικὲς παραδόσεις ἀγνοοῦν τὴν ταύτιση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μὲ τὴν ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση. Ταυτίζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μὲ τὴ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία. Ὁ μόνος τρόπος ποὺ ξέρει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ δημιουργεῖται ζωή, εἶναι ἡ γενετήσια σχέση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ σύσταση ἢ μορφοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ (ἡ κοσμογονία) ἀποδίδεται σὲ γενετήσιες σχέσεις θεῶν. Ἔτσι, ἡ γενετήσια ὁρμὴ ἀνάγεται στὴ σφαίρα τοῦ ἱεροῦ. Ἡ πορνεία παίρνει ἱεροτελεστικὸ χαρακτήρα, οἱ ἱερόδουλες χειραγωγοῦν στὴ μίμηση τῆς ἀρχέτυπης μίξης. Ὅμως τὴν ἱεροποίηση τῆς γενετήσιας σχέσης παρακολουθεῖ ταυτόχρονα καὶ ὁ φόβος σφετερισμοῦ τῆς δημιουργικῆς δύναμης τῶν θεῶν. Ἡ γενετήσια ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ὕβρις» ἀνταγωνισμοῦ τῆς θεότητας. Ἐνῶ λοιπὸν ἱεροποιεῖται ὁ κύκλος τῆς γενετήσιας λειτουργίας, ταυτόχρονα ἀπαξιώνεται σὰν περιοχὴ «βέβηλη». Περιβάλλεται μὲ τὴ δυσπιστία, τὴν ἐπιφύλαξη ἢ τὸν φόβο τοῦ «δαιμονικοῦ», τοῦ «ἀκάθαρτου».
Στοιχεῖα τῆς ἀρχέγονης αὐτῆς ἀπαξίωσης τοῦ γενετήσιου κύκλου διασώζονται ἀκόμα σήμερα στὴν κοινωνικὴ συνείδηση. Εἶναι κατάλοιπα κυρίως ἑβραϊκῶν ἐπιδράσεων στὴ χριστιανικὴ ἐθιμική. Ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων κληρονόμησε, ἀπὸ τὶς πανάρχαιες θρησκεῖες ὅμορων λαῶν, προκαταλήψεις γιὰ τὸν «ρύπο» τῆς γενετήσιας λειτουργίας καὶ τὴν ἀνάγκη καθαρμοῦ: Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ της ἡ μητέρα θεωρεῖται ἀκάθαρτη καὶ τῆς ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ (Λευϊτ. 12, 1-8). Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ κάθε γυναίκα στὴν περίοδο τῶν ἐμμήνων της (Λευϊτ. 15, 19-30), ὅπως καὶ γιὰ τὸν ἄνδρα ποὺ ἔχει ἀθέλητη νυχτερινὴ ρύση σπέρματος (15, 1-17). Ἡ γενετήσια μίξη καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο (Λευϊτ. 15,18 - Ἔξοδ. 19, 15 - 1 Βασ. 21, 5 - 2 Βασ. 11, 11) - ὁ ἱερέας στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς λατρείας.
Δὲν ἐπιβίωσαν τυχαῖα τέτοιες ἀντιλήψεις στὴν πρακτικὴ τῆς χριστιανικῆς Παράδοσης. Σίγουρα, ἡ Ἐκκλησία κομίζει μιὰ ριζικὰ διαφορετικὴ ἀντίληψη καὶ ἑρμηνεία τῆς γενετήσιας ὁρμῆς: Εἶναι ἡ «ἀγαπητικὴ δύναμη», σπαρμένη ὄχι μόνο στὴ θέληση, ἀλλὰ στὴν ὅλη φύση, στὸ ἴδιο τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι ποὺ ἐκφράζει κατεξοχὴν τὴν ὁρμὴ γιὰ ὑπαρκτικὴ αὐτονομία τῆς φύσης, αὐτοδιαιώνιση τῆς φύσης. Νά γιατί ἡ χριστιανικὴ πρακτικὴ ὑποτυπώνει, μὲ τὴν παραδοσιακὴ συμβολικὴ τοῦ «καθαροῦ» καὶ τοῦ «ἀκάθαρτου», τὴ δική της ἐπιφύλαξη καὶ δυσπιστία γιὰ τὴ γενετήσια λειτουργία. Ἀκάθαρτη δὲν εἶναι ἡ φύση, ἀλλὰ ἡ ἀπάτη τῆς φύσης: νὰ παίζει τὸ παιχνίδι τοῦ θανάτου μὲ τὸντρόπο τῆς ζωῆς.
Συμβολικὴ τοῦ «καθαροῦ» καὶ τοῦ «ἀκάθαρτου»: ἀρχέτυπη σημαντικὴ διαστολῆς τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα. Ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴ φυσικὴ νομοτέλεια, τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἀτομικοῦ θανάτου. Μόνον ὁ ἔρωτας εὐαγγελίζεται τὴν προσωπικὴ ἀθανασία: Τὴν ἔκ-σταση ἀπὸ τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες τῆς φύσης, τὴν ἄντληση ὕπαρξης ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία.





7. PROMENADE PARMI LES TONS VOISINS
 Ἑξήκοντὰ εἰσι βασίλισσαι,
καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί,
καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·
μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου.

ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ καὶ τρόπος τῆς φύσης, ἔρωτας καὶ θάνατος. Δὲν γίνεται νὰ διακρίνεις τὴ διαφορὰ μὲ νοητικὰ τεχνουργήματα. Οὔτε οἱ θρησκευτικὲς διδαχὲς ἐπαρκοῦν, γαντζωμένες στῆς αὐθεντίας τὸ ὀλίσθημα. Ἔναυσμα καὶ αὐτουργὸς τῆς διάκρισης μόνο ἡ ἐμπειρία. Ἀρχέγονη ἀπαξίωση τῆς γενετήσιας λειτουργίας: ἄραγε ἀνεπίγνωστο ἀπείκασμα ἐμπειρίας θανάτου; Πάντως, ἡ ἀπόδοση «βέβηλου» ἢ «ἀκάθαρτου» χαρακτήρα στὸ βιολογικὸ ἐνέργημα δὲν ἀξιολογεῖ καὶ δὲν διαβαθμίζει διαφορές, ὅπως τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ σαρκικό, ἡ λογικὴ καὶ τὸ ἔνστικτο, ἡ νόμιμη συζυγία καὶ ἡ παράνομη ἡδονή. Τουλάχιστον στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση, τίποτα δὲν ἐμποδίζει τὸν ἄνδρα νὰ ἔχει δυὸ καὶ περισσότερες γυναῖκες (Δευτ. 21,15 - 1 Βασ. 1,2) ἢ νὰ παίρνει παλλακίδες καὶ σκλάβες (Γεν. 16,2 - 30,3 -Ἔξοδ. 21,7 - Κρ. 19,1 - Δευτ. 21,10). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς ἱερῆς πορνείας (ποὺ δηλώνει ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ θρησκευτικότητα), ἡ πορνεία γενικὰ δὲν κατακρίνεται (Γεν. 38,15-23 - Κρ. 16,1). Μόνο τὰ μεταγενέστερα «σοφιολογικὰ» κείμενα προειδοποιοῦν γιὰ τοὺς κινδύνους ἀπὸ τίς ἐπαφὲς μὲ τὶς πόρνες (Παροιμ. 23,27 -Σειρ. 9,3 - 19,2). Αὐτὸ ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπερίφραστα εἶναι ἡ μοιχεία. Τιμωρεῖται μὲ θάνατο τόσο ἡ μοιχαλίδα ὅσο καὶ ὁ συναυτουργὸς τῆς μοιχείας (Δευτ. 22,22 - Λευιτ. 20,10). Ἀλλὰ στόχος τῆς ἀπαγόρευσης εἶναι ἡ περιφρούρηση τῶν δικαιωμάτων τοῦ συζύγου, ἀφοῦ τίποτα δὲν ἀπαγόρευε στὸν ἄνδρα τὶς σχέσεις μὲ ἀνύπαντρες γυναῖκες ἢ μὲ πόρνες. Φυσικὴ ἀναγκαιότητα καὶ προσωπικὴ ἐλευθερία, ὑποταγὴ στὴ θνητότητα καὶ δυναμικὴ ἀθανασίας, εἶναι διλήμματα ποὺ δὲν ἔχουν τεθεῖ στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση. Μπορεῖ νὰ ὑπεμφαίνεται, ἀλλὰ μένει ἀνεπίγνωστη ἡ διαστολὴ τοῦ ἔρωτα ἀπὸ τὸν θάνατο, τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης. Ὁ Νόμος τῶν Ἑβραίων ὁριοθετοῦσε τὴ μετοχὴ στὸν «λαὸ τοῦ Θεοῦ», τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ σχέση. Ὁ τρόπος τῆς ὁριοθέτησης χαλιναγωγοῦσε παράλληλα τὴ «σκληροκαρδία» αὐτοῦ τοῦ δυσήνιου λαοῦ (Ματθ. 19,8 - Μάρκ. 10,5). Σὲ ὑπαρκτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, σὲ μετοχὴ στὴν ὄντως ζωή, δὲν ἔφτανε νὰ στοχεύσει ὁ Νόμος. Γιὰ νὰ διασκελίσει ἡ ὕπαρξη τὴ ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, νὰ πατήσει ἀλλοῦ, πέρα ἀπὸ τὸ ἑτοιμόρροπο εἶναι, οἱ δυνατότητες τῆς φύσης μας δὲν ἐπαρκοῦν. Ὅσο κι ἂν καλογυμνάσει ἡ ἠθικὴ τὴ θέληση, ὅσο κι ἂν σταθοῦν ἐφαλτήριο οἱ ἀρετές μας, δὲν γίνεται ἡ φύση νὰ ὑπερπηδήσει τὴ θνητότητα. Στὴν κλίμακα τῆς ἠθικῆς «ἀνόδου» μετρᾶμε τὴν ψευδαίσθηση τῆς φυσικῆς αὐθυπέρβασης. Ἀλλὰ σὲ κάθε σκαλοπάτι χάσκει ἀπὸ κάτω ἀδυσώπητο τὸ κενὸ τοῦ θανάτου. Ὁ ἔρωτας; ναί, αὐτὸς μεταλλάζει τὴν ὕπαρξη σὲ σχέση: εἶναι μιὰ ἄλλη αἴσθηση τῆς ζωῆς. Ἀκόμα καὶ στὸν προθάλαμο τοῦ ἔρωτα, στὴν τέχνη, κάτι ἀναδεύει σὰν πρώιμη βεβαιότητα. Ποιητές, μουσουργοὶ καὶ ζωγράφοι, χρόνια τώρα ἢ αἰῶνες σπαρμένοι στὸ χῶμα -ὀστᾶ ξηρὰ καὶ γεγυμνωμένα- κι ὅμως ὁ λόγος τους διαρκεῖ. Διαρκεῖ στὴν προσωπικὴ ἀμεσότητα τῆς σχέσης. Ὅσο ἀφήνεσαι στὴ σχέση, τόσο ἀναλάμπει μέσα σου ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα τοῦ λόγου τους, τῆς «ψυχῆς» τους. Ὅσο παραδίνεσαι στὸν ἔρωτα, τόσο καταυγάζεται ἡ νοσταλγικὴ ἐλπίδα ἀθανασίας καὶ τῆς δικῆς σου «ψυχῆς». Ἡ χριστιανικὴ «πίστη» λαμπρύνει τὴ νοσταλγικὴ ἐλπίδα σὲ ἀναβαθμοὺς ἐρωτικῆς προσδοκίας. Ὁ ἔρωτας: ναί, μεταλλάζει τὴν ὕπαρξη σὲ ἀπερίσταλτη ζωή, γιατὶ ὁ Θεὸς ὑπάρχει σὰν πλήρωμα τριαδικῆς ἐρωτικῆς συν-ουσίας. «Ἀγάπη ἐστί». Προσέλαβε τὴ θανατερὴ ἀτομικότητα -Χριστὸς Ἰησοῦς- καὶ μεταποίησε τὸν θάνατο σὲ ὑπακοὴ σχέσης μὲ τὸν Πατέρα, σὲ γεγονὸς κοινωνίας ζωῆς ἀθάνατης. Ἡ θνητότητα ἀπόμεινε ἀσθένεια τῆς φύσης, ἡ ἀθανασία δυνατότητα χαρισμένη στὴ σχέση. Τὸ μύχιο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας, τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, ἀναδύεται ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν θάνατο, ὅταν στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου ἀναγνωρίσουμε τὴν προσωπικὴ κλήση ποὺ μᾶς συνιστᾶ ὡς ὑποκείμενα: τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἐραστῆ Πατέρα. Ἡ λέξη Θεὸς ὁρίζει μιὰ προσωπικὴ σχέση, ὄχι ἕνα ἀντι-κείμενο νόημα. Ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου σὲ κάθε ἔρωτα. Δὲν σημαίνει διαστολὴ καὶ ἀπόσταση. Τὸ ἄκουσμα τοῦ ἀγαπημένου ὀνόματος εἶναι ἄμεση αἴσθηση καὶ ἀδιάστατη ἐγγύτητα παρουσίας. Εἶναι ἡ ζωή μας ὁλόκληρη μεταποιημένη σὲ σχέση. Γνωρίζουμε τὸν Θεὸ καλλιεργώντας μιὰ σχέση, ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα. Ἡ σχέση συνιστᾶ τὴν ἴδια τὴν ὑποκειμενικὁτητα τῆς ὕπαρξής μας. Μετέχουμε στὴν ὕπαρξη μὲ συνείδηση καὶ λόγο, μὲ ὑποκειμενικὴ αὐτεπίγνωση καὶ ταυτότητα, ἐπειδὴ ἡ ἐρωτικὴ φορὰ τῆς φύσης μας μεταποιεῖται σὲ προσωπικὴ σχέση, ὅταν στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου ἀναδύεται τὸ πρῶτο σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας: ἡ μητρικὴ παρουσία. Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται στὸ πρῶτο ἐρωτικὸ σκίρτημα. Δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν (Ἰωάν. 3,7) μπορεῖ νὰ σημαίνει: Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται στὴν ὄντως ζωή, ὅταν ἡ ἐρωτικὴ φορὰ ὑπερβεῖ τὴν περατότητα σημαινόντων ἀτομικῆς αὐτάρκειας. Ὅταν στὸν «τόπο» τῆς ἐπιθυμίας κυριαρχήσει τὸ Ὄνομα τῆς αἰτιώδους ἀρχῆς τῆς προσωπικῆς σχέσης: Τὸ Ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Λόγου. Στὴ χριστιανικὴ παράδοση, ἡ λέξη ἀποκάλυψη σημαίνει φανέρωση τοῦ Ὀνόματος - ὄχι προσθήκη «ἀληθειῶν» σὲ νοητικὲς ἀναρριχήσεις. Ὁ Ἐραστὴς εἶναι προσωπικὸς καὶ ἐπώνυμος: Χριστὸς Ἰησοῦς, Νυμφίος τοῦ μύχιου ἐγὼ ἢ τῆς «ψυχῆς» μας. Ἡ ἐρωτική του κλήση -συστατικὴ τῆς «ἄνωθεν» γέννησης τοῦ προσώπου μας- ἔχει ἱστορικὴ σάρκα, τὴ σάρκα τοῦ ψηλαφητοῦ γεγονότος: Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος, ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα. Τρόπος τῆς ζωῆς καὶ τρόπος τῆς φύσης, ἔρωτας καὶ θάνατος. Ὁ τρόπος κρίνεται στὸν «τόπο» τῆς ἐπιθυμίας. Ἐκεῖ γεννιέται τὸ ὑποκείμενο, ἀθάνατο ἢ θνητό. Μὲ τὴν περίεργη δυναμικὴ τοῦ «κόκκου τοῦ σίτου» ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ἀθανατισθεῖ. Νὰ «κενωθεῖ» ὁ κόκκος τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικότητας ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση αὐθυπαρξίας, νὰ ἀντλήσει ὕπαρξη καὶ ζωὴ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς αὐτοτέλειας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὕπαρξη «κενωτικὰ» ἐρωτικὴ ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς κενωτικὴ «ἀλληλοπεριχώρηση» τριάδας Προσώπων. Τρόπος τῆς ζωῆς, τρόπος τοῦ σημαινόμενου στὸν «τόπο» τῆς ἐπιθυμίας Θεοῦ, τρόπος τοῦ κενωτικοῦ ἔρωτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου