Β. ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Δ' ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΑ

 Τέταρτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης

1. Πρώτα ο νους αισθάνεται θαυμασμό καθώς εννοεί την απόλυτη απειρία του Θεού κι εκείνο το απέραντο και πολυπόθητο πέλαγος της Θεότητας. Έπειτα κυριεύεται από έκπληξη καθώς σκέφτεται πως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν. Αλλά όπως η μεγαλοσύνη Του δεν έχει όριο (Ψαλμ. 144, 3), έτσι και δεν μπορεί κανείς να εξιχνιάσει τη σοφία Του (Ησ. 40, 28).


2. Πώς να μην θαυμάζει ο νους, όταν συλλογίζεται το απέραντο πέλαγος της αγαθότητας του Θεού, που είναι πέρα από κάθε έκπληξη; Ή πώς να μην σαστίσει, όταν σκέφτεται πως και από που έγινε η λογική και νοερή ουσία, και τα τέσσερα στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα σώματα, χωρίς να υπάρχει καμιά ύλη πριν από την δημιουργία τους, και ποια είναι η δύναμη εκείνη που μπήκε σε ενέργεια και τα έφερε στην ύπαρξη; Αλλά τούτο οι Έλληνες δεν το παραδέχονται, γιατί αγνοούν την παντοδύναμη Αγαθότητα και τη δραστική σοφία και γνώση Της που ξεπερνά κάθε νου.


3. Επειδή ο Θεός είναι προαιώνια Δημιουργός, όταν θέλει δημιουργεί με τον ομοούσιο Λόγο Του και το Πνεύμα από άπειρη αγαθότητα. Και μη ρωτήσεις για ποιο λόγο δημιούργησε τώρα, αφού είναι αγαθός πάντοτε; Γιατί εγώ σου απαντώ ότι η ανεξερεύνητη σοφία της άπειρης θείας ουσίας υπερβαίνει την ανθρώπινη γνώση.


4. Την γνώση των όντων που υπήρχε στο Θεό προαιώνια, έφερε στην ύπαρξη ο Δημιουργός και την πρόβαλε προς τα έξω, όταν το θέλησε. Γιατί είναι άτοπο να αμφιβάλομε αν ο παντοδύναμος Θεός μπορεί να δώσει ύπαρξη σε κάτι, όταν θέλει.


5. Για ποια αιτία δημιούργησε ο Θεός να το ερευνάς. γιατί είναι δυνατή αυτή η γνώση. Να μην ερευνάς όμως το πως και το γιατί δημιούργησε πρόσφατα, γιατί αυτό δεν είναι στις δυνατότητες του νου σου. Γιατί από τα θεία άλλα είναι κατανοητά στους ανθρώπους, κι άλλα ακατανόητα. Θεωρία αχαλίνωτη, ίσως ωθήσει και στον κρημνό, όπως είπε κάποιος από τους αγίους.


6. Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα δημιουργήματα υπάρχουν προαιώνια μαζί με το Θεό, πράγμα αδύνατο. Πώς μπορούν να συνυπάρχουν προαιώνια με τον από κάθε άποψη Άπειρο τα από κάθε άποψη πεπερασμένα; Ή πώς είναι πράγματι δημιουργήματα, αν είναι συναιώνια με τον Δημιουργό; Ο λόγος αυτός είναι βέβαια των Ελλήνων, οι οποίοι παρουσιάζουν το Θεό ως Δημιουργό όχι της ουσίας των δημιουργημάτων, αλλά μόνο των ιδιοτήτων τους. Εμείς όμως, που έχομε γνωρίσει το Θεό ως παντοδύναμο, λέμε ότι είναι Δημιουργός όχι ιδιοτήτων, αλλά ουσιών μαζί με τις ιδιότητές τους. Κι αφού είναι έτσι, δεν συνυπάρχουν προαιωνίως τα δημιουργήματα με το Θεό.


7. Το θείον και τα σχετικά με αυτό, είναι από μία άποψη γνωστό, ενώ από άλλη άποψη παραμένει άγνωστο. Γίνεται γνωστό με τη θεωρία των ιδιοτήτων του. παραμένει όμως άγνωστο κατά την ουσία του.


8. Μη ζητήσεις στην απλή και άπειρη ουσία της Αγίας Τριάδας να βρεις έξεις και ικανότητες, για να μην την κάνεις σύνθετη όπως τα κτίσματα, πράγμα που είναι άτοπο και ανεπίτρεπτο να εννοήσεις για τον Θεό.


9. Μόνο η άπειρη και παντοδύναμη θεία ουσία που δημιούργησε τα πάντα, είναι απλή, μονοειδής, χωρίς ποιότητες, αμετάβλητη και αδιατάρακτη. Όλη η κτίση είναι σύνθετη από ουσία και γνωρίσματα, κι έχει ανάγκη από τη θεία Πρόνοια, γιατί δεν είναι απαλλαγμένη από μεταβλητότητα.


10. Κάθε ουσία, νοερή και αισθητική, όταν ήρθε στην ύπαρξη, έλαβε από το Θεό δυνάμεις κατάλληλες για την κατανόηση των όντων. Η νοερή ουσία έλαβε τη νοητική δύναμη, η αισθητική τις αισθήσεις.


11. Ο Θεός μετέχεται μόνο, ενώ η κτίση και μετέχει και μεταδίδει. Μετέχει στην ύπαρξη, μεταδίδει όμως μόνο το αγαθό και την ευδαιμονία. Αλλά με διαφορετικό τρόπο η σωματική και με διαφορετικό τρόπο η ασώματη ουσία.


12. Η ασώματη ουσία μεταδίδει το αγαθό και την ευδαιμονία και όταν μιλά και όταν ενεργεί και όταν εξετάζεται θεωρητικά. η σωματική μόνον όταν εξετάζεται θεωρητικά.


13. Το να υπάρχει πάντοτε ή όχι νοερή και λογική ουσία εξαρτάται από τη βούληση Εκείνου, που όλα τα δημιούργησε καλά. Το να είναι όμως τα δημιουργήματα αγαθά ή κακά κατά την προαίρεση, αυτό εξαρτάται από τη θέλησή τους.


14. Το κακό δεν βρίσκεται στην ουσία των όντων, αλλά στην σφαλερή και άλογη κίνησή τους.


15. Η ψυχή κινείται λογικά και σωστά όταν το επιθυμητικό της μέρος έχει αποκτήσει σαν ιδιότητά του την εγκράτεια. κι όταν το θυμικό μέρος της είναι προσηλωμένο στην αγάπη και αποστρέφεται το μίσος. κι όταν το λογιστικό μέρος της βρίσκεται κοντά στον Θεό με προσευχή και πνευματική θεωρία.


16. Δεν έχει ακόμη τέλεια αγάπη, ούτε βαθιά γνώση της θείας πρόνοιας, εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλά αποκόβεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.


17. Σκοπός της θείας πρόνοιας είναι να ενώνει με την ορθή πίστη και την πνευματική αγάπη εκείνους που έχει χωρίσει η κακία με διάφορους τρόπους, -αν βέβαια γι’ αυτό έπαθε ο Σωτήρας, δηλ. για να μαζέψει σε ένα τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού(Ιω. 11,52). Εκείνος λοιπόν που δεν ανέχεται τα ενοχλητικά, ούτε υποφέρει τα λυπηρά, ούτε υπομένει τα επίπονα, βαδίζει έξω από τη θεία αγάπη και το σκοπό της πρόνοιας.


18. Αφού η αγάπη δείχνει υπομονή και καλωσύνη(Α΄ Κορ. 13,4), όποιος λιγοψυχεί για τα όσα λυπηρά του συμβαίνουν και γι’ αυτό γίνεται κακός και διακόπτει την αγάπη προς εκείνους που τον λύπησαν, πώς δεν ξεπέφτει από το σκοπό της θείας πρόνοιας;


19. Πρόσεχε τον εαυτό σου μήπως η κακία που σε χωρίζει από τον αδελφό, δεν βρίσκεται στον αδελφό, αλλά σε σένα, και τρέξε να συμφιλιωθείς μαζί του, για να μην ξεπέσεις από την εντολή της αγάπης.


20. Μην καταφρονήσεις την εντολή της αγάπης, γιατί με αυτήν θα γίνεις υιός Θεού. Παραβαίνοντάς την, θα βρεθείς παιδί της γέενας.


21. Εκείνα που χωρίζουν από την αγάπη των φίλων είναι τα εξής: το να φθονεί κανείς ή να φθονείται, το να ζημιώνει ή να ζημιώνεται, το να προσβάλλει ή να προσβάλλεται, και οι λογισμοί από υποψίες. Μήπως λοιπόν προκάλεσες ή έπαθες κάτι τέτοιο και γι’ αυτό χωρίζεσαι από την αγάπη του φίλου;


22. Σου προκάλεσε κάποιο πειρασμό ο αδελφός σου και η λύπη σε οδήγησε στο μίσος; Μη νικιέσαι από το μίσος, αλλά να νικάς το μίσος με την αγάπη. Και θα το νικήσεις, αν προσεύχεσαι για χάρη του ειλικρινά στο Θεό και δέχεσαι την απολογία του. Ή και συ ο ίδιος τον ικανοποιείς με δική σου απολογία, θεωρώντας τον εαυτό σου αίτιο του πειρασμού και μακροθυμώντας, ώσπου να περάσει το σύννεφο.


23. Μακρόθυμος είναι εκείνος που περιμένει καρτερικά το τέλος του πειρασμού και κερδίζει τον έπαινο της υπομονής.


24. Ο άνθρωπος που μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση(Παροιμ. 14,29) γιατί όλα όσα του συμβαίνουν, τα αναφέρει στο τέλος τους, και αυτό περιμένοντας, υπομένει τα λυπηρά. Και το τέλος του είναι, κατά τον Απόστολο, η αιώνια ζωή(Ρωμ. 6,22). «Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό που μας απέστειλες»(Ιω. 17,3).


25. Μην είσαι εύκολος στο να απορρίπτεις την πνευματική αγάπη, γιατί δεν έχει μείνει στους ανθρώπους άλλη οδός σωτηρίας.


26. Τον αδελφό που τον είχες μέχρι χθες πνευματικό και ενάρετο, μην τον κρίνεις σήμερα, επειδή ο πονηρός σ’ έβαλε να τον μισήσεις, ως κακό και φαύλο. Αλλά με την αγάπη που μακροθυμεί, έχοντας στο νου σου τα χθεσινά καλά, διώξε το σημερινό μίσος της ψυχής.


27. Εκείνον που ως χθες τον επαινούσες ως καλό και τον εγκωμίαζες ως ενάρετο, μην τον κακολογήσεις σήμερα ως κακό και φαύλο, επειδή μετέβαλλες την αγάπη σου σε μίσος, προβάλλοντας τον κακό λόγο του αδελφού ως πρόσχημα του δικού σου μίσους. Αλλά εξακολούθησε τους επαίνους σου, έστω και αν ακόμη κυριαρχείσαι από τη λύπη, και με τον τρόπο αυτόν επανέρχεσαι στην ίδια σωτηριώδη αγάπη.


28. Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης που διατηρείς ακόμα κρυμμένη, νοθεύσεις το συνηθισμένο έπαινο του αδελφού, ανακατώνοντας ασυναίσθητα στους λόγους σου την κατηγορία. Στη συνάντηση με τους άλλους να χρησιμοποιήσεις αγνό έπαινο του αδελφού και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν ειλικρινά σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. έτσι θα ελευθερωθείς πολύ σύντομα από το ολέθριο μίσος.


29. Μην πεις, «Δεν μισώ τον αδελφό μου», ενώ δεν θέλεις να τον θυμάσαι, αλλά άκουσε τι λέει ο Μωυσής: «Μη νιώσεις μίσος για τον αδελφό σου στη διάνοιά σου. Να ελέγξεις τον αδελφό σου και δεν θα κάνεις εξαιτίας του αμαρτία»(Λευϊτ. 19,17).


30. Αν κάποιος επειδή πειράζεται από τον διάβολο επιμένει να σε κακολογεί, εσύ μη βγεις από την κατάσταση της αγάπης, καθώς ο ίδιος δαίμονας πειράζει και σένα κατά διάνοια. Και δε θα βγεις από την κατάσταση αυτή, αν ενώ σε κατηγορεί, εσύ εύχεσαι το καλό του, αν ενώ σε δυσφημεί, εσύ φανείς συμφιλιωτικός. Αυτή είναι η οδός της κατά Χριστόν φιλοσοφίας. Και όποιος δεν βαδίζει αυτή την οδό, δεν συγκατοικεί με τον Χριστό.


31. Μη νομίζεις ότι σε αγαπούν εκείνοι που σου μεταφέρουν λόγια τα οποία σου προξενούν λύπη και μίσος εναντίον του αδελφού, ακόμα και αν σου φαίνονται ότι λεν αλήθεια. αλλά να τους αποστρέφεσαι σαν θανατηφόρα φίδια, ώστε κι εκείνους να σταματήσεις να κατηγορούν, και την δική σου ψυχή να απαλλάξεις από την κακία.


32. Μη θίξεις τον αδελφό σου με υπονοούμενα, μην τυχόν σου ανταποδώσει κι εκείνος τα ίδια, και διώξεις την αγάπη και από τους δύο σας, αλλά με παρρησία γεμάτη αγάπη, πήγαινε κι έλεγξέ τον για να διαλύσεις τις αιτίες της λύπηςκαι ν’ απαλλάξεις και τους δυο σας από την ταραχή και την λύπη.


33. Εξέτασε τη συνείδησή σου με κάθε λεπτομέρεια, μήπως εξαιτίας σου δεν συμφιλιώθηκε ο αδελφός μαζί σου. Και μην την καταφρονείς, γιατί αυτή γνωρίζει τα μυστικά σου και σε κατηγορεί την ώρα του θανάτου σου και σου γίνεται εμπόδιο την ώρα της προσευχής.


34. Την ώρα της ειρήνης σου μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός τον καιρό που σε στενοχώρησε, είτε σε σένακατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες, για να μην ξαναγυρίσεις στο ολέθριο μίσος κατά του αδελφού με το να ανέχεσαι τους λογισμούς της μνησικακίας.


35. Δεν μπορεί η λογική ψυχή, όταν έχει μίσος εναντίον κάποιου ανθρώπου, να ειρηνεύει με τον Θεό, ο οποίος έχει δώσει τις εντολές. Γιατί λέει: "Αν δεν συγχωρείτε στους ανθρώπους τα σφάλματά τους, μήτε ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας σφάλματα"(Ματθ. 6,14-15). Κι αν ο άλλος είναι που δεν θέλει να ειρηνεύει, εσύ πάντως φύλαξε τον εαυτό σου από το μίσος, και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν ειλικρινά και να μην τον κακολογείς σε κανέναν.


36. Η άκρα ειρήνη των αγίων αγγέλων συντηρείται από τις δύο αυτές διαθέσεις: από την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη μεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους από την αρχή του κόσμου. Ωραιότατα λοιπόν έχει λεχθείότι σ’ αυτές τις δύο εντολές κρέμονται όλος ο νόμος και οι προφήτες(Ματθ. 22, 40).


37. Μη θέλεις ν’ αρέσεις στον εαυτό σου, και δε θα μισείς τον αδελφό σου. Μην είσαι φίλαυτος, και θα γίνεις φιλόθεος.


38. Αν διάλεξες να ζήσεις μαζί με πνευματικούς αδελφούς, απαρνήσου από την πόρτα ακόμη τα θελήματά σου. Γιατί δε θα μπορέσεις με άλλον τρόπο να ειρηνεύσεις, ούτε με το Θεό, ούτε με τους αδελφούς.


39. Εκείνος που μπόρεσε να αποκτήσει την τέλεια αγάπη και να ρυθμίσει σύμφωνα με αυτήν όλη την ζωή του, αυτός επικαλείται τον Κύριο Ιησού με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 12, 3).


40. Η αγάπη προς το Θεό επιθυμεί να δίνει πάντοτε φτερά στο νου για την αναστροφή με το Θεό, ενώ η αγάπη προς τον πλησίον, τον διαθέτει να σκέφτεται πάντοτε καλά γι’ αυτόν.


41. Γνώρισμα εκείνου που αγαπά ακόμη την κούφια δόξα ή είναι προσκολλημένος σε κάτι υλικό, είναι να στενοχωρείται με τους ανθρώπους για τα πρόσκαιρα ή να μνησικακεί ή να διατηρεί μίσος εναντίον τους ή να είναι υποδουλωμένος σε αισχρούς λογισμούς. Για την ψυχή όμως που αγαπά το Θεό, όλα αυτά είναι τελείως ξένα.


42. Όταν μήτε πεις, μήτε πράξεις κάτι αισχρό κατά διάνοιαν, και όταν δεν μνησικακείς εναντίον εκείνου που σε ζημίωσε ή σε κατηγόρησε, και όταν την ώρα της προσευχής διατηρείς πάντοτε το νου σου άυλο και ασχημάτιστο, τότε να γνωρίζεις ότι έφθασες στα όρια της απάθειας και της τέλειας αγάπης.


43. Δεν είναι μικρός ο αγώνας να ελευθερωθεί κανείς από την κενοδοξία. Και ελευθερώνεται με την κρυφή εργασία των αρετών και τη συχνότερη προσευχή. Σημάδι δε της απαλλαγής είναι να μη μνησικακεί πλέον εναντίον εκείνου που τον κατηγόρησε ή τον κατηγορεί.


44. Αν θέλεις να είσαι δίκαιος, δίνε σε κάθε μέρος σου, δηλαδή στην ψυχή και στο σώμα, ό,τι τους πρέπει. Στο λογιστικό της ψυχής δίνε αναγνώσματα και θεωρίες και προσευχή. Στο θυμικό αγάπη πνευματική, που είναι αντίθετη στο μίσος. Στο επιθυμητικό, σωφροσύνη και εγκράτεια. Στο σαρκίο, τροφές και σκεπάσματα τα μόνα πιο απαραίτητα(Α΄ Τιμ. 6,8).


45. Ο νους ενεργεί κατά φύση, όταν έχει στην εξουσία του τα πάθη, και εξετάζει τους λόγους των όντων, και μένει στο Θεό.


46. Όπως την υγεία και την νόσο την αναφέρουμε στο σώμα του ζώου, και το φως και το σκοτάδι στο μάτι, έτσι η αρετή και η κακία αναφέρονται στην ψυχή και η γνώση και η αγνωσία στο νου.


47. Η πνευματική ενασχόλησητου χριστιανού στρέφεται στα εξής τρία: στις εντολές, στα δόγματα και στην πίστη. Οι εντολές χωρίζουν το νου από τα πάθη, τα δόγματα τον εισάγουν στην γνώση των όντων, ενώ η πίστη, στη θεωρία της Αγίας Τριάδας.


48. Άλλοι από τους αγωνιστές αποκρούουν μόνον τους εμπαθείς λογισμούς, άλλοι κόβουν και τα πάθη. Και η απόκρουση γίνεται π.χ. ή με ψαλμωδία ή με προσευχή ή με την ανύψωση του νου ή με κάποιον άλλο περισπασμό σε κάτι εκεί κοντά. Τα πάθη τα κόβει κανείς με την καταφρόνηση εκείνων των πραγμάτων, προς τα οποία έχει τα πάθη.


49. Τα πράγματα προς τα οποία έχομε τα πάθη είναι τα εξής: η γυναίκα, τα χρήματα, τα δώρα κτλ. Και την γυναίκα, τότε μπορεί κανείς να την καταφρονεί, όταν και μετά την αναχώρηση από τον κόσμο, μαραίνει το σώμα όπως χρειάζεται με την εγκράτεια. Τα χρήματα, όταν πείθει τον λογισμό του να ακολουθεί την αυτάρκεια στο κάθε τι, και τη δόξα όταν αγαπήσει την κρυφή εργασία των εντολών που φαίνεται μόνο στο Θεό. Παρόμοια και για τα άλλα πράγματα. Κι όποιος αυτά τα καταφρονεί, δε θα μισήσει ποτέ κανένα.


50. Εκείνος που απαρνήθηκε τα υλικά πράγματα, π.χ. τη γυναίκα, τα χρήματα κτλ., έκανε τον εξωτερικό άνθρωπο μοναχό, όχι όμως ακόμη και τον εσωτερικό. Ενώ εκείνος που απαρνήθηκε και τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων, αυτός έκανε μοναχό και τον εσωτερικό άνθρωπο, ο οποίος είναι ο νους. Και τον εξωτερικό άνθρωπο τον κάνει κανείς μοναχό εύκολα, μόνο αν το θελήσει. Αλλά δεν είναι μικρός ο αγώνας, να κάνει μοναχό τον εσωτερικό άνθρωπο.


51. Ποιος είναι αραγε στην παρούσα γενεά, που ελευθερώθηκε ολότελα από εμπαθή νοήματα και κρίθηκε άξιος να αποκτήσει αδιάκοπη την καθαρή και άυλη προσευχή, που είναι το σημάδι του εσωτερικού μοναχού;


52. Πολλά πάθη είναι κρυμμένα στις ψυχές μας, που βγαίνουν στην επιφάνεια όταν παρουσιάζονται τα πράγματα που τα ερεθίζουν.


53. Μπορεί κανείς να μην ενοχλείται από τα πάθη όταν λείπουν τα πράγματα, γιατί έφτασε σε ένα ορισμένο βαθμό απάθειας. Όταν όμως παρουσιαστούν τα πράγματα, αμέσως τα πάθη τραβούν την προσοχή του νου.


54. Μη νομίζεις ότι έχεις τέλεια απάθεια, όταν δεν είναι παρόν το πράγμα που ερεθίζει κάποιο πάθος. Όταν παρουσιαστεί αυτό κι εσύ μένεις ανεπηρέαστος και από αυτό και από τη μνήμη του κατόπιν, τότε να γνωρίζεις ότι έφτασες στα όρια της απάθειας. Αλλά ούτε τότε να μην αμελήσεις. γιατί αρετή που πολυκαιρίζει νεκρώνει τα πάθη, όταν όμως παραμελείται, αυτά πάλι ξεσηκώνονται.


55. Εκείνος που αγαπά το Χριστό, οπωσδήποτε Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός π.χ. δεν έπαυσε να ευεργετεί τους ανθρώπους. και ενώ δεχόταν την αχαριστία και τις βλασφημίες τους, έδειχνε μακροθυμία. και όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, υπέμεινε χωρίς καθόλου να λογαριάζει για κανένα το κακό που Του έκανε. Αυτά τα τρία είναι τα έργα της αγάπης προς τον πλησίον, χωρίς τα οποία, εκείνος που λέει ότι αγαπά το Χριστό ή ότι θα επιτύχει την βασιλεία Του, ξεγελά τον εαυτό του. Γιατί ο Κύριος λέει: "Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών καθένας που με λέει Κύριε - Κύριε, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου"(Ματθ. 7, 21), και πάλι: "Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου"(Ιω. 14, 15).


56. Όλος ο σκοπός των εντολών του Σωτήρα είναι να ελευθερώσουν το νου από την ακρασία και το μίσος, και να τον φέρουν στην αγάπη Αυτού και του πλησίον, από τα οποία γεννιέται το φως της ενεργού αγίας γνώσεως.


57. Όταν κριθείς άξιος και λάβεις από το Θεό μια μερική πνευματική γνώση, μην αμελείς την αγάπη και την εγκράτεια. Γιατί αυτές καθαρίζουν το παθητικό μέρος της ψυχής και διαρκώς ανοίγουν το δρόμο προς την πνευματική γνώση.


58. Δρόμος για τη γνώση είναι η απάθεια και η ταπείνωση. χωρίς αυτά κανείς δε θα δει τον Κύριο.


59. Επειδή η γνώση "φουσκώνει", ενώ η αγάπη οικοδομεί(Α΄ Κορ. 8, 2), ένωσε με τη γνώση την αγάπη και θα είσαι ταπεινός και πνευματικός οικοδόμος, που θα οικοδομείς και τον εαυτό σου και όλους εκείνους που σε πλησιάζουν.


60. Η αγάπη κάνει τον άνθρωπο να μην φθονεί, μήτε να πικραίνεται προς εκείνους που τον φθονούν, μήτε να κοινολογεί επιδεικτικά το προτέρρημα που προκαλεί φθόνο, μήτε να νομίζει ότι πέτυχε πια το σκοπό του(Φιλιπ. 3, 13), και για όσα δεν γνωρίζει, να ομολογεί χωρίς να ντρέπεται την άγνοιά του. Έτσι η αγάπη κάνει το νου ταπεινό και να προχωρεί συνεχώς στην πνευματική γνώση.


61. Είναι κατά κάποιο τρόπο φυσικά παρεπόμενα της γνώσεως η οίηση και ο φθόνος, και μάλιστα στην αρχή. Και η οίηση φυτρώνει μέσα μας μόνο, ενώ ο φθόνος και εσωτερικά και εξωτερικά. εσωτερικά, εναντίον εκείνων που έχουν γνώση. εξωτερικά, από εκείνους, που έχουν άγνοια. Η αγάπη λοιπόν ανατρέπει και τα τρία: την οίηση, γιατί η αγάπη δεν "φουσκώνεςι". τον εσωτερικό φθόνο, γιατί η αγάπη δεν ζηλεύει. τον εξωτερικό, επειδή η αγάπη δείχνει μακροθυμία και αγαθότητα(Α΄ Κορ. 13, 4). Είναι αναγκαίο λοιπόν, εκείνος που έχει γνώση, να προσθέσει σ’ αυτή και την αγάπη, για να διατηρεί πάντοτε το νου του απλήγωτο.


62. Εκείνος που καταξιώθηκε και έλαβε το χάρισμα της γνώσεως, έχει όμως εναντίον ανθρώπου λύπη ή μνησικακία ή μίσος, είναι όμοιος μ’ εκείνον που τρυπά τα μάτια του με αγκάθια και τριβόλια. Γι’ αυτό η γνώση έχει ανάγκη απαραίτητα από την αγάπη.


63. Μην αφιερώνεις όλη σου την επιμέλεια στο σώμα. όρισέ του την άσκηση που μπορεί να κάνει και στρέψε όλο το νου σου προς το εσωτερικό σου. Γιατί η σωματική άσκηση λίγο ωφελεί, ενώ η ευσέβεια είναι σε όλα ωφέλιμη(Α΄ Τιμ. 4, 8).


64. Εκείνος που είναι στραμμένος ακατάπαυστα στο εσωτερικό του, είναι εγκρατής, μακρόθυμος, ευεργετικός, ταπεινός. Και όχι μόνον αυτά, αλλά και επιδίδεται στη θεωρία και την θεολογία και την προσευχή. Και αυτό είναι εκείνο που λέει ο Απόστολος: "Να ενεργείται σύμφωνα με το φωτισμό του Πνεύματος κτλ."(Γαλ. 5, 16).


65. Εκείνος που δεν γνωρίζει να βαδίζει τον πνευματικό δρόμο, δεν ενδιαφέρεται για τα εμπαθή νοήματα, αλλά έχει όλη του την επιμέλεια γύρω από τη σάρκα, και ή παρατρώει και είναι ακόλαστος και λυπάται εναντίον του πλησίον του και οργίζεται και μνησικακεί, κι έτσι σκοτίζει το νου του, ή κάνει υπερβολική άσκηση και συγχίζει τη διάνοιά του.


66. Κανένα από όσα μας έδωσε ο Θεός για χρήση δεν καταργεί η Γραφή, αλλά καταδικάζει την αμετρία και διορθώνει την αλόγιστη χρήση. Για παράδειγμα: δεν εμποδίζει να τρώει κανένας, ούτε να κάνει παιδιά, ούτε να έχει χρήματα και να τα χρησιμοποιεί σωστά. Εμποδίζει την γαστριμαργία, την πορνεία κτλ. Ούτε και να τα σκέφτεται κανείς εμποδίζει η Γραφή, γιατί γι’ αυτό έγιναν, αλλά εμποδίζει το να τα σκέφτεται κανείς με πάθος.


67. Αλλά από όσα θεάρεστα κάνομε είναι κατ’ εντολήν, κι άλλα χωρίς εντολή, αλλά τα προσφέρομε θεληματικά. Το να αγαπούμε το Θεό και τον πλησίον, το να αγαπούμε τους εχθρούς, το να μη μοιχεύουμε ή φονεύομε κτλ., είναι κατ’ εντολήν, και όταν τα παραβαίνομε, καταδικαζόμαστε. Χωρίς εντολή είναι η παρθενία, η αγαμία, η ακτημοσύνη, η αναχώρηση από τον κόσμο κτλ. Έτσι αν από ασθένεια δεν μπορέσομε να κατορθώσομε κάποιες από τις εντολές του Χριστού, να εξιλεώσομε με τις εκούσιες προσφορές μας τον αγαθό Κύριό μας.


68. Εκείνος που διάλεξε την παρθενία και την αγαμία, οφείλει να έχει πάντοτε τη μεση του καλά ζωσμένη και το λυχνάρι του πάντοτε αναμμένο(Λουκ. 12, 35). Τη μέση ζωσμένη με την εγκράτεια, το λυχνάρι αναμμένο με την προσευχή, την θεωρία και την πνευματική αγάπη.


69. Μερικοί αδελφοί νομίζουν ότι δεν έχουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Επειδή έχουν αμελήσει την εργασία των εντολών, δεν γνωρίζουν ότι όποιος έχει ανόθευτη την πίστη του στο Χριστό, έχει όλα μαζί τα χαρίσματα μέσα του. Επειδή εξαιτίας της αργίας μας είμαστε μακριά από την κατ’ ενέργειαν αγάπη προς Αυτόν, η οποία μας δείχνει τους θησαυρούς που έχομε μέσα μας, δικαιολογημένα νομίζομε ότι δεν έχομε τα θεία χαρίσματα.


70. Αν ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές μας(Εφ. 3, 17) με την πίστη, κατά το θείο Απόστολο, και όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως είναι κρυμμένοι μέσα σ’ Αυτόν(Κολ. 2, 3), άρα όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως είναι κρυμμένοι μέσα στις καρδιές μας. Γίνονται φανεροί στην καρδιά ανάλογα με την κάθαρση καθενός μέσω της εργασίας των εντολών.


71. Αυτός είναι ο θησαυρός που είναι κρυμμένος στον αγρό της καρδιάς σου, τον οποίον δε βρήκες ακόμη εξαιτίας της αργίας σου. Γιατί αν τον είχες βρει, θα πουλούσες τα πάντα για να αγοράσεις αυτό τον αγρό(Ματθ. 13, 44). Τώρα αφού άφησες τον αγρό, περιποιείσαι τα γύρω του αγρού, στα οποία δεν βρίσκεις τίποτε άλλο εκτός από αγκάθια και τριβόλια.


72. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας: "Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό"(Ματθ. 5, 8). Τότε θα δουν Αυτόν και τους θησαυρούς Του, όταν καθαρίσουν τον εαυτό τους με την αγάπη και την εγκράτεια. και τόσο περισσότερο θα Τον δουν, όσο καθαρότεροι γίνονται.


73. Γι’ αυτό πάλι λέει: "Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώσετε ελεημοσύνη, και να, θα είναι όλα σας καθαρά"(Λουκ. 12, 33. 11, 41), γιατί δεν θα ασχολείσθε πια με τα σωματικά, αλλά ο στόχος σας θα είναι να καθαρίζετε από μίσος και ακρασία το νου σας (τον οποίο ο Κύριος ονομάζει καρδιά). Γιατί αυτά, με το να μολύνουν το νου, δεν τον αφήνουν να βλέπει το Χριστό που κατοικεί μέσα του με τη χάρη του αγίου βαπτίσματος.


74. Οδούς, η Γραφή ονομάζει τις αρετές. Μεγαλύτερη απ’ όλες τις αρετές είναι η αγάπη. Γι’ αυτό έλεγε ο Απόστολος: "Ακόμη σας δείχνω μια εξαίρετη οδό (την αγάπη)"(Α΄ Κορ. 12, 31). επειδή αυτη μας κάνει να καταφρονούμε τα υλικά πράγματα και κανένα από τα πρόσκαιρα να μην προτιμούμε από τα αιώνια.


75. Η αγάπη προς το Θεό αντιστέκεται στην επιθυμία, γιατί πείθει το νου να εγκρατεύεται από τις ηδονές. Η αγάπη προς τον πλησίον αντιστέκεται στο θυμό, γιατί κάνει τον άνθρωπο να καταφρονεί τη δόξα και τα χρήματα. Και αυτά είναι τα δύο δηνάρια που έδωσε ο Σωτήρας στον πανδοχέα(Λουκ. 10, 35), για να φροντίσει για σένα. Αλλά μη φανείς αχάριστος και σχετίζεσαι πάλι με τους ληστές, μήπως ξαναπληγωθείς, οπότε δεν θα βρεθείς μισοπεθαμένος, αλλά νεκρός .


76. Καθάρισε το νου σου από την οργή και τη μνησικακία και τους αισχρούς λογισμούς, και τότε θα μπορέσεις να νιώσεις ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σου.


77. Ποιος σε φώτισε στην πίστη της Αγίας και ομοουσίου και προσκυνητής Τριάδας; Ή ποιος σου έμαθε την οικονομία για την σάρκωση του ενός προσώπου της Αγίας Τριάδας; Και ποιος σε δίδαξε τους λόγους των ασωμάτων; Ή τους λόγους περί της δημιουργίας και του τέλους του ορατού κόσμου; Ή σχετικά με την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή, τη δόξα της Βασιλείας των Ουρανών και τη φοβερή κρίση; Δεν σου τα έμαθε όλα αυτά η χάρη του Χριστού που κατοικεί μέσα σου, η οποία είναι ο αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος(Β΄ Κορ. 1, 22. 5, 5); Τι μεγαλύτερο απ’ αυτή την χάρη; Ή τι καλύτερο απ’ αυτή τη σοφία και γνώση; Ή τι υψηλότερο απ’ αυτές τις υποσχέσεις; Αν όμως καθόμαστε αργοί και αμελείς και δεν καθαρίζομε τους εαυτούς μας από τα πάθη που μας μολύνουν και τυφλώνουν το νου μας, ώστε να μην μπορούμε να βλέπομε καθαρότερα και από τον ήλιο τους λόγους όσων αναφέραμε, να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι να αρνηθούμε την κατοίκηση της χάρης μέσα στις καρδιές μας.


78. Ο Θεός ο οποίος σου υποσχέθηκε τα αιώνια αγαθά και έδωσε ως αρραβώνα το Πνεύμα Του στην καρδιά σου(Β΄ Κορ. 1, 22), σου έδωσε εντολή να επιμελείσαι το βίο σου, ώστε να καθαριστεί ο εσωτερικός άνθρωπος από τα πάθη, και ν’ αρχίσει από τούτον εδώ τον κόσμο την απόλαυση των μελλόντων αγαθών.


79. Όταν αξιωθείς να φθάσεις τις θείες και υψηλές θεωρίες, φρόντιζε πάρα πολύ να έχεις αγάπη και εγκράτεια, για να διατηρείς ατάραχο το παθητικό μέρος της ψυχής, και να μην εκλείπει ποτέ το φως της ψυχής σου.


80. Το θυμικό μέρος της ψυχής, χαλιναγώγησέ το με την αγάπη. το επιθυμητικό, μάρανέ το με την εγκράτεια. και το λογιστικό, φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν σκοτεινιάζει ποτέ.


81. Αυτά που διώχνουν την αγάπη είναι τα εξής: προσβολή, ζημία, συκοφαντία σε θέματα πίστεως ή διαγωγής, δαρμοί, πληγές και τα λοιπά, κι αυτά είτε γίνονται στον ίδιο, είτε σε κανένα συγγενή ή φίλο του. Εκείνος λοιπόν που μ’ αυτά διώχνει την αγάπη , δεν έμαθε ακόμη ποιος είναι ο σκοπός των εντολών του Χριστού.


82. Φρόντισε όσο μπορείς να αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμη, τουλάχιστον μη μισήσεις κανένα. Αλλά μήτε αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.


83. Βλασφήμισε κάποιος; Μη μισήσεις αυτόν, αλλά την βλασφημία και τον δαίμονα που τον έβαλε και βλαφήμησε. Αν όμως μισείς εκείνον που βλασφήμησε, μίσησες κάποιον άνθρωπο και έτσι αθέτησες την εντολή. Ό,τι έκανε εκείνος με τον λόγο, εσύ το κάνεις με το έργο. Αν τώρα τηρείς την εντολή, δείξε την αγάπη σου και όσο μπορείς βοήθησέ τον να απαλλαγεί από το κακό.


84. Δεν θέλει ο Χριστός να έχεις εναντίον κανενός γενικά ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία, για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Και αυτό το φωνάζουν στον καθένα τα τέσσερα Ευαγγέλια.


85. Πολλοί είμαστε εκείνοι που λέμε, λίγοι εκείνοι που πράττουν. Κανείς ωστόσο, δεν πρέπει να νοθεύει το λόγο του Θεού από την αμέλειά του, αλλά να ομολογεί ο καθένας την ασθένειά του , χωρίς όμως να κρύβει την αλήθεια του Θεού. Έτσι δεν θα γίνομε υπόδοκοι, μαζί με την παράβαση των εντολών, και για εσφαλμένη εξήγηση του λόγου του Θεού.


86. Η αγάπη και η εγκράτεια ελευθερώνουν την ψυχή από τα πάθη. Η ανάγνωση και η θεωρία ελευθερώνουν το νου από την άγνοια. Η αληθινή προσευχή τον φέρνει μπροστά στον ίδιο το Θεό.


87. Όταν μας δουν οι δαίμονες ότι καταφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, με σκοπό να μη μισήσομε για χάρη τους ανθρώπους και έτσι ξεπέσομε από την αγάπη, τότε ξεσηκώνουν εναντίον μας συκοφαντίες, για να μισήσομε τους συκοφάντες, μη υποφέροντας τη λύπη.


88. Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη, είτε στη διαγωγή συκοφαντείται κάποιος. Και κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, όπως η Σωσσάνα. Ο Οποίος μόνος μπορεί να λυτρώσει από τον κίνδυνο και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια, όπως έκανε στην περίπτωση της Σωσσάνας, και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.


89. Όσο εσύ προσεύχεσαι με την ψυχή σου για χάρη εκείνου που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πείθει για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν λόγω της συκοφαντίας.


90. Φύσει αγαθός είναι μόνο ο Θεός(Ματθ. 19, 17). Κατά την προαίρεση αγαθός είναι μόνον εκείνος που μιμείται τον Θεό, δηλαδή ο σκοπός του είναι να ενώσει τους πονηρούς με Εκείνον που είναι φύσει αγαθός, για να γίνουν αγαθοί. Γι’ αυτό όταν εκείνοι τον λοιδωρούν, αυτός ευλογεί. όταν τον καταδιώκουν, υπομένει. όταν τον βλασφημούν, παρηγορεί(Α΄ Κορ. 4, 12-13). όταν τον φονεύουν , προσεύχεται γι’ αυτούς. Τ απάντα κάνει για να μην ξεπέσει από το σκοπό της αγάπης, η οποία είναι Αυτός ο Θεός μας(Α΄ Ιω. 4, 8).


91. Οι εντολές του Κυρίου μας διδάσκουν να χρησιμοποιούμε λογικά τα πράγματα που δεν οδηγούν σε πάθος. Η λογική χρήση αυτών των πραγμάτων κάνει καθαρή την κατάσταση της ψυχής. Η καθαρή κατάσταση γεννά την απάθεια, από την οποία γεννιέται η τέλεια αγάπη.


92. Δεν έχει ακόμη την απάθεια εκείνος που επειδή του έτυχε κάποιος πειρασμός, δεν μπορεί να παραβλέψει το ελλάτωμα του φίλου, είτε είναι πραγματικό είτε υποθετικό. Γιατί τα πάθη που υπάρχουν στην ψυχή, όταν ταράζονται τυφλώνουν το νου και δεν τον αφήνουν να ατενίσει προς το φως της αλήθειας, ούτε να διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο. Άρα ούτε την τέλεια αγάπη δεν απόκτησε ο άνθρωπος αυτός, η οποία αποδιώχνει το φόβο της κρίσεως(Α΄ Ιω. 4, 18).


93. Ο πιστός φίλος δεν ανταλλάσεται με τίποτα(Σοφ. Σειρ. 6, 15). επειδή τις συμφορές του φίλου τις νομίζει για δικές του και υποφέρει μαζί του υπομένοντας μέχρι θανάτου.


94. Υπάρχουν πολλοί φίλοι, αλλά στον καιρό της ευημερίας(Παροιμ. 19, 4). Στον καιρό του πειρασμού, ζήτημα αν βρεις ένα.


95. Κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπούμε με την ψυχή μας. Όμως μόνο στο Θεό να έχομε την ελπίδα μας, και με όλη τη δύναμή μας να Τον λατρεύομε. Γιατί όσο μας συντηρεί Εκείνος, και οι φίλοι μάς περιποιούνται και οι εχθροί δεν μπορούν να μας βλάψουν. Όταν όμως Εκείνος μας εγκαταλείψει, και οι φίλοι μάς αποστρέφονται, και οι εχθροί αποκτούν δύναμη εναντίον μας.


96. Τέσσερις είναι γενικά οι τρόποι εγκαταλείψεως: η κατ’ οικονομίαν Θεού, όπως έγινε στο πάθος του Κυρίου(Ματθ. 27, 46. Μαρκ. 15, 34), ώστε με τη νομιζόμενη εγκατάλειψη να σωθούν οι άνθρωποι, που είχαν εγκαταλειφθεί. έπειτα η προς δοκιμήν, όπως με τον Ιώβ και τον Ιωσήφ, για να αναδειχθούν ο πρώτος υπόδειγμα ανδρείας, και ο άλλος υπόδειγμα σωφροσύνης(Ιώβ 40, 8. Γεν. 39, 7-20). τρίτη, η πατρική παιδαγωγία, όπως με τον Απόστολο Παύλο, για να φυλάξει με την ταπεινοφροσύνη την άφθονη χάρη(Β΄ Κορ. 12, 7). τέλος, η εγκατάλειψη λόγω αποστροφής, όπως των Ιουδαίων, ώστε με την τιμωρία να μαλακώσουν και να λυγίσουν σε μετάνοια. Όλοι αυτοί οι τρόποι είναι σωτήριοι και γεμάτοι από θεία αγαθότητα και φιλανθρωπία.


97. Μόνο όσοι τηρούν πιστά τις εντολές του Θεού και είναι γνήσιοι μύστες των θείων κρίσεων, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους οι οποίοι πειράζονται κατά παραχώρηση του Θεού. Οι καταφρονητές όμως των εντολών και αμύητοι στις θείες παραχωρήσεις, όταν ο φίλος ευημερεί, απολαμβάνουν μαζί του, ενώ όταν ταλαιπωρείται από τους πειρασμούς, τον εγκαταλείπουν. Κάποτε συμμαχούν και με τους εχθρούς του.


98. Οι φίλοι του Χριστού αγαπούν τους πάντες αληθινά, δεν αγαπιούνται όμως από όλους. Οι φίλοι του κόσμου επίσης δεν αγαπιούνται από όλους. Και οι φίλοι του Χριστού διατηρούν την αγάπη συνεχώς μέχρι τέλους, ενώ οι φίλοι του κόσμου μέχρις ότου συγκρουσθούν μεταξύ τους για πράγματα του κόσμου.


99. Ο πιστός φίλος είναι ισχυρό καταφύγιο(Σοφ. Σειρ. 6, 14), επειδή και στην ευημερία του φίλου είναι σύμβουλος αγαθός και συνεργός με όλη του την ψυχή, και στις θλίψεις του είναι βοηθός ολότελα ειλικρινής και υπερασπιστής που συμμετέχει απόλυτα στις δυσκολίες.


100. Πολλοί έχουν πει πολλά περί αγάπης, αν όμως την αναζητήσεις, θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, επειδή μόνο αυτοί είχαν την αληθινή Αγάπη δάσκαλο της αγάπης, για την οποία έλεγαν: "Αν έχω το χάρισμα της προφητείας και αν γνωρίζω όλα τα μυστικά σχέδια του Θεού, και έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι τίποτε"(Α΄ Κορ. 13, 2-3). Εκείνος λοιπόν που απόκτησε την αγάπη, απόκτησε το Θεό, επειδή ο Θεός είναι αγάπη(Α΄ Ιω. 4, 8).



Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες.

Αμήν.

Σπουδή στα 400 Κεφάλαια περί Αγάπης του Αγίου Μαξίμου - π. Νικόλαος Λουδ...

Ο ΚΑΒΓΑΣ/ΔΥΟ ΧΑΜΕΝΟΙ ΕΝΑΣ ΝΙΚΗΤΗΣ....αφιερωμένο

 


Οι οικογενειακοί καυγάδες βλάπτουν σοβαρά την υγεία


Τουλάχιστον διπλάσιο κίνδυνο θανάτου συνεπάγονται οι συχνοί οικογενειακοί καυγάδες, ειδικά στους μεσήλικες,  αποφαίνεται μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Epidemiology and Community Health.



Οι ερευνητές του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, με επικεφαλής τη Ρίκε Λουντ, διαπίστωσαν ότι οι άνδρες και οι άνεργοι που εμπλέκονται συνεχώς σε καβγάδες με συζύγους και συγγενείς, κινδυνεύουν περισσότερο να πεθάνουν πρόωρα.



Οι επιστήμονες μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν σχεδόν 10.000 άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 36 έως 52 ετών, αναλύοντας τη σχέση ανάμεσα στο στρες λόγω συγκρουσιακών κοινωνικών σχέσεων και στον κίνδυνο πρόωρου θανάτου.



Η μελέτη έδειξε ότι οι συνεχείς καβγάδες διπλασιάζουν ή ακόμα και τριπλασιάζουν τον κίνδυνο να πεθάνει κανείς πρόωρα. Επίσης, οι συνεχείς ανησυχίες και απαιτήσεις εκ μέρους άλλων μελών της οικογένειας αποτελούν παράγοντες αυξημένου κινδύνου (κατά 50% έως 100%) για πρόωρο θάνατο, από οποιαδήποτε αιτία.



Αντιθέτως, η ικανότητα του ατόμου να διαχειρίζεται καταστάσεις που προκαλούν στρες, παίζει σημαντικό προστατευτικό ρόλο.



Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι που αγχώνονται περισσότερο από τις συνεχείς απαιτήσεις συζύγων και παιδιών, και γενικότερα όσοι τσακώνονται συχνά με τα άλλα στενά μέλη της οικογένειάς τους, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο.



Η νέα μελέτη δείχνει ότι ιδίως στους άνδρες η εμπλοκή σε διαπροσωπικές διαμάχες και στρεσογόνες καταστάσεις προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης και της κορτιζόλης (της ορμόνης του στρες) με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου.



Όταν μάλιστα κανείς είναι και άνεργος, τότε οι καβγάδες γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνοι για την υγεία του. Η νέα μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνεργοι (ιδίως οι άνδρες) έχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου σε σχέση με όσους εργάζονται.



Μποζόνιο Χιγκς και Τι μας «Κρύβει» ο Θάνατος/ Μ. ΔΑΝΕΖΗΣ

-Καθηγητά Δανέζη ξέρω ότι παρακολουθείτε με μεγάλο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο CERN. Πως σχολιάζετε τις τελευταίες εκκωφαντικές εξελίξεις;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι σέβομαι απεριόριστα όλους τους επιστήμονες που αγωνίζονται να βρουν κάτι καινούργιο, που υπόσχεται να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτό όμως που με βρίσκει αντίθετο είναι όλο αυτό το μάρκετινγκ που αρχίζει να απλώνεται γύρω από την επιστήμη. Επιχειρείται ένας εξευτελισμός της δηλαδή, με όρους αγοράς. Η έρευνα για την ανεύρεση του Μποζονίου Χίγκς είναι η μόνη έρευνα που δοξάστηκε και πλασαρίστηκε ως μεγάλο γεγονός, προτού καν αυτό ανακαλυφθεί.

Μιλάμε για κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό. Χρειάζονται πολλές επαναλήψεις ενός πειράματος, επαληθεύσεις και αξιολόγηση των δεδομένων από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να δημοσιευτεί κάτι επίσημα. Πρέπει να έχει προηγηθεί μια «βάσανος επιστημονική» πριν αρχίσουμε τις ανακοινώσεις. Δεν στήνουμε γιορτές και πανηγύρια για κάτι το οποίο υποτίθεται ότι ΘΑ βρούμε.

-Μα όλα τα ΜΜΕ παρουσίασαν ως γεγονός την ανακάλυψη του σωματιδίου…

Προσέξτε, δεν είπε κανένας ότι το βρήκαν. Είπαν ότι έχουμε μια ένδειξη ότι ίσως κάτι υπάρχει. Ο ίδιος ο διευθυντής του CERN προέτρεψε τους συναδέλφους του να έχουν υπομονή, να επιδείξουν σωφροσύνη και να είναι συγκρατημένοι στις προσδοκίες τους. Ερωτηθείς δε από δημοσιογράφους για το πώς νοιώθει για τον επικείμενο εντοπισμό του Μποζονίου, απάντησε ότι η Φυσική δεν έχει να κάνει με συναισθήματα αλλά με τη λογική. Εκτός όμως από αυτοσυγκράτηση, υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα και αμφισβητούν το κατά πόσο το υποατομικό σωματίδιο είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των επιστημών.

Εκφραστής αυτής της άποψης είναι και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, Andrew Brown ο οποίος σε άρθρο του λέει κατά λέξη: «Η ονομασία του Μποζονίου σε σωματίδιο του Θεού ήτανε μια ευφυέστατη κίνηση μάρκετινγκ γιατί αμέσως όλοι κατέγραψαν την ύπαρξή του στην μνήμη τους, χωρίς ουσιαστικά να πλουτίσουν την γνώση τους γύρω από αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιστήμονες δε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις επιχορηγήσεις που όπως φαίνεται κέρδισαν». Όπως καταλαβαίνετε, παίζονται διάφορα παιχνίδια εδώ. Πάντως όταν το βρουν και το δημοσιεύσουν επίσημα, θα μπορεί και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα να εκφέρει άποψη.

-Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψή του;

Γιατί θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες αυτού που λέμε «ύλη». Παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα τι ακριβώς είναι. Είτε όμως η ύλη προέρχεται από το Μποζόνιο του Χίγκς είτε από οτιδήποτε άλλο, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε- δηλαδή αυτή η ουσία που επεξεργαζόμαστε με τα χέρια και τα όργανά μας και γίνεται αισθητή μέσω των αισθήσεών μας.

-Και όλα αυτά τα σώματα και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν;

Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Εκεί υπάρχει μόνο ένας ωκεανός από κοχλάζουσα ενέργεια. Η ενέργεια αυτή προσπίπτει στα όργανά μας, αυτά παίρνουν ένα τμήμα της, το μεταφέρουν μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο και εκεί η ενέργεια μεταμορφώνεται σε αυτό που ονομάζουμε αισθητό κόσμο.

-Άρα ο κόσμος που βλέπω και αισθάνομαι, στην ουσία κατασκευάζεται μέσα στο κεφάλι μου;

Ακριβώς!

-Κι εμείς οι άνθρωποι, όμως, ανήκουμε σε αυτόν τον «κόσμο». Τι συμβαίνει με τη δική μας υπόσταση;

Ο Δημόκριτος με σαφήνεια μας λέει πως, «οτιδήποτε αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψευδές. Το μόνο πραγματικό είναι ότι αντιλαμβάνεται η νόησή μας». Τα ίδια λέει και ο Πλάτωνας. Με τον όρο νόηση εννοούμε τη συνείδηση, που ταυτίζεται με την έννοια του πνεύματος και της ελευθερίας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Από τη στιγμή που διαθέτουμε νόηση,έχουμε ύπαρξη. Το υλικό μας υπόστρωμα ( τα σώματά μας) παρόλα αυτά είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου. Εφόσον δε η νέα επιστήμη έχει αλλάξει το παλιό μοντέλο για το φυσικό νόμο (ύλη, χώρος,χρόνος) καταλήγουμε στο ότι αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπος» είναι επίσης ένα κατασκεύασμα των αισθήσεών μας.

-Είμαστε δηλαδή ένα τίποτα;

Όχι,είμαστε κάτι πολύ περισσότερο, απλά στην παρούσα κατάστασή μας δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Ας το δούμε σε ένα άλλο επίπεδο: σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση (χρόνος). Όταν προκύψει αυτή η καμπύλωση των τριών διαστάσεων προς την τέταρτη, και αν περάσει ένα ελάχιστο όριο, τότε η φυσιολογία του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αυτή την καμπύλωση ως πυκνότητα υλοενέργειας.

Αν συνεχίσει να αυξάνεται αυτή η πυκνότητα του υλικού (το «πηγάδι» της καμπύλωσης να βαθαίνει κατά κάποιο τρόπο) και φτάσει πάλι ένα ανώτατο όριο,τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας, δηλαδή από τις αισθήσεις μας,αυτή την πυκνότητα υλοενέργειας. Αυτό ονομάζεται Φαινόμενο των Μελανών Οπών. Άρα αν πάρω το χώρο των τριών διαστάσεων και αρχίσω να τον καμπυλώνω προς την τέταρτη, αρχίζουμε να βλέπουμε το υλικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη. Αν αρχίζει να μικραίνει το «πηγάδι» της καμπύλωσης, αυτό το ονομάζουμε φθορά. Την ανάπτυξη και τη φθορά μαζί την ονομάζουμε κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως το μόνο γεγονός που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας είναι η αυξομείωση της τέταρτης διάστασης, που μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης της ζωής.

-Ακούγεται σαν υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη συνάρτηση αυτή να ξεφύγουμε από τον κύκλο της φθοράς. Θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε το θάνατο.

Θεωρητικά, ναι. Αφού η υλική μας υπόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμπύλωση του χώρου, το πρωτογενές στοιχείο που γεννά αυτή την ύλη και εκείνη αρχίζει να διέπεται από όρους ανάπτυξης/ φθοράς, είναι ο χώρος. Ο χώρος, για να σας δώσω να καταλάβετε, είναι αυτό το τίποτα, το μη αντιληπτό γύρω μας- ένα κατασκεύασμα έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Ένα μαθηματικό γεγονός. Ε, αυτό δε χάνεται, υπάρχει πάντα πιθανότατα έτοιμο να ξανακαμπυλωθεί.

Τελικά, όταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Όλα αυτά τα λέμε στην αστροφυσική για τα αστέρια. Δηλαδή για να πούμε ότι κάπου υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός αστεριού, πρέπει η πυκνότητα της υλοενέργειας να είναι από μια τιμή και πάνω.

-«Όπως πάνω έτσι και κάτω» σύμφωνα με το γνωστό ερμητικό ρητό…

Έχουμε μια αίσθηση ατομικότητας και διαίρεσης. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Η διαίρεση, η τομή σε πολλά κομμάτια είναι προϊόν της δυνατότητας του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχουν τομές, όλα είναι Ένα. Υπάρχει ένα συστατικό, θες να το πεις ενέργεια, θες να το πεις αόρατο κενό, θες να το πεις Θεό; Αυτή την ενιαία δημιουργία, αυτή τη κοχλάζουσα ενέργεια εκεί έξω, όταν την προσλάβει η φυσιολογία του ανθρώπου της δημιουργεί τομές, της δημιουργεί ατομικότητες.

-Εξαιτίας της νέας αυτής οπτικής, η σύγχρονη επιστήμη καθαίρει την ύλη από το μέχρι πρότινος θρόνο της;

Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο δυτικός, στηριζόταν στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού που λέμε ύλη. Ότι δηλαδή είναι το πρωταρχικό γεγονός του σύμπαντος. Έτσι είχε προκύψει από τις ανακαλύψεις του 16ου και 17ου αιώνα.Εφόσον λοιπόν η ύλη είναι το πρωταρχικό συμπαντικό γεγονός, αρχίσαμε στη ζωή μας να αναζητάμε την ύλη και τα παράγωγά της, θυσιάζοντας προς όφελός της το σύνολο των αξιών, των ιδεών και των «πιστεύω» μας. Φτάσαμε σε σημείο να εξευτελιστούμε για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ύλη και τα επακόλουθά της. Σύντομα όμως η ύλη θα χάσει αυτόν τον αξιακό της χαρακτήρα. Διότι δεν είμαστε ύλη πια!

-Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να επιφέρει τρομαχτικές αλλαγές…

Ακριβώς. Για φαντάσου όμως έναν άνθρωπο που έχει αντιληφθεί τον ανώτερο χαρακτήρα του και το ανώτερο εγώ του, μέσα σε μια ενότητα συμπαντική- τι θα ζητάει από την κοινωνία; Θα ζητάει άλλα αγαθά, τα οποία δεν είναι έτοιμα και δε μπορεί η παρούσα κοινωνική δομή να τα δώσει. Όταν λες ότι όλα είναι ένα, χάνεται η αίσθηση της ατομικότητας, του «εγώ». Συνειδητοποιώντας κανείς ότι δεν είναι αυτό το φθαρτό σαρκίο, δεν είναι πράγμα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις είναι μια εικόνα, ένα matrix. Και για να υπάρχει η εικόνα, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάπου το πρότυπό της.Αν αρχίσει να αναζητάει αυτό το πρότυπο, τότε τίποτα δε θα τον συγκρατεί πια. Μια κοινωνία που θα βάλει το σαρκίο σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το παραγνωρίζει βέβαια, είναι επικίνδυνη για τον παλιό πολιτισμό.

-Οπότε χρειάζεται μια μεταστροφή, μια μετά-νοια;

Ακριβώς,όμως αυτή η μεταστροφή είναι επώδυνη. Θα πρέπει να αλλάξουμε συνειδησιακό καθεστώς.

-Πρακτικά ποιό θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μια τέτοια μεταστροφή;

Το πρόβλημα μιας κοινωνίας είναι ο φόβος. Ό,τι κακό προκύπτει στον άνθρωπο είναι μέσω του φόβου. Ο φόβος δημιουργείται από την έννοια της ανάγκης. Φοβάμαι γιατί θα στερηθώ κάτι που έχω ανάγκη. Όταν δημιουργώ πλαστές ανάγκες, δημιουργώ παραπανίσιους φόβους. Άρα το φούσκωμα των αναγκών δημιουργεί γιγάντεμα των φόβων. Και ένας φοβισμένος άνθρωπος, ποτέ δε μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος. Να λοιπόν το πρώτο βήμα: να περιορίσουμε τις ανάγκες μας στις φυσικές μας ανάγκες,για να περιορίσουμε τους φόβους μας στους φυσικούς φόβους. Έτσι κάθε μέρα θα γινόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι.

ΠΗΓΗ, antifono.gr







 



































Να είσαι τόσο μακριά, που ακόμη κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις.

 


Δεν θα πρέπει ποτέ να είσαι για πολύ εδώ. Να είσαι πολύ μακριά, έτσι ώστε να μην μπορούν να σε βρουν, να μην μπορούν να σε «πλησιάσουν» για να σε βάλουν στα δικά τους καλούπια, για να σε πλάσουν όπως θέλουν. Να είσαι τόσο μακριά όσο και τα βουνά, όσο ο αμόλυντος αέρας. Να είσαι τόσο μακριά ώστε να μην έχεις ούτε γονείς ούτε σχέσεις ούτε οικογένεια ούτε χώρα. Να είσαι τόσο μακριά ώστε ούτε εσύ να ξέρεις που είσαι. Μην τους αφήσεις να σε βρουν. Μην έρχεσαι σε πάρα πολύ κοντινή επαφή μαζί τους. Μένε πολύ μακριά, εκεί όπου ούτε κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις. Κράτα μια απόσταση που να μην μπορεί κανένας να τη διασχίσει. Έχε πάντα ανοιχτό ένα «πέρασμα» που να μην μπορεί κανείς να έρθει σε σένα απ’ αυτό. Μην κλείσεις την πόρτα γιατί δεν υπάρχει πόρτα, μόνο ένα ανοιχτό, ατελείωτο πέρασμα. Αν κλείσεις οποιαδήποτε πόρτα, εκείνοι θα είναι πολύ κοντά σε σένα, και τότε είσαι χαμένος. Μένε πολύ μακριά, εκεί όπου δεν μπορεί να σε φτάσει η αναπνοή τους, γιατί η αναπνοή τους ταξιδεύει πολύ μακριά και πολύ βαθιά. Μη μολύνεσαι απ’ αυτούς, από τα λόγια τους, από τις χειρονομίες τους, από τις φοβερές γνώσεις τους. Έχουν φοβερές γνώσεις, αλλά να βρίσκεσαι μακριά τους, εκεί όπου ούτε εσύ θα μπορείς να σε βρεις. Γιατί σε περιμένουν στην άλλη γωνία, μέσα σε κάθε σπίτι, για να σε βάλουν στα δικά τους καλούπια, για να σε πλάσουν όπως θέλουν, για να σε κάνουν κομμάτια κι ύστερα να σε συναρμολογήσουν πάλι σύμφωνα με τη δική τους εικόνα. Οι θεοί τους -οι μικροί και οι μεγάλοι- είναι «…κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους» σκαλισμένοι από το νου ή από τα χέρια τους. Σε περιμένουν, ο άνθρωπος της εκκλησίας και ο κομμουνιστής, ο πιστός και ο άπιστος, γιατί και οι δύο είναι το ίδιο, νομίζουν ότι είναι διαφορετικοί, αλλά δεν είναι γιατί και οι δύο θα σου κάνουν πλύση εγκεφάλου μέχρι να γίνεις ένας απ’ αυτούς, μέχρι να επαναλαμβάνεις τα λόγια τους, μέχρι να λατρέψεις τους θεούς τους, τους παλιούς και τους καινούριους. Έχουν στρατούς στο όνομα των θεών τους και των πατρίδων τους και είναι ειδικοί στο να σκοτώνουν. Μένε μακριά, γιατί σε περιμένουν ο εκπαιδευτικός και ο επιχειρηματίας. Ο ένας σε εκπαιδεύει για τον άλλο, για να προσαρμοστείς στις απαιτήσεις της κοινωνίας τους, που είναι κάτι θανατερό. Έχουν κατασκευάσει αυτό το πράγμα που το ονομάζουν «κοινωνία και οικογένεια». Αυτά τα δύο είναι οι αληθινοί θεοί τους, το δίχτυ όπου θα μπλεχτείς. Θα σε κάνουν επιστήμονα, μηχανικό ή ειδικό σε κάτι, σχεδόν στα πάντα, από τη μαγειρική και την αρχιτεκτονική έως τη φιλοσοφία. Μένε πολύ μακριά γιατί σε περιμένουν ο πολιτικός κι ο μεταρρυθμιστής. Ο ένας σε στέλνει να φωνάζεις στο πεζοδρόμιο και ο άλλος μετά σε «μεταρρυθμίζει» και θα χαθείς στην ερημιά των λόγων τους που μ’ αυτούς ακριβώς σ’ εξαπατούν. Μείνε μακριά γιατί σε περιμένουν και οι ειδικοί σε θέματα του θεού και εκείνοι που ρίχνουν βόμβες, οι πρώτοι πρώτα θα σε πείσουν να ρίχνεις βόμβες και οι άλλοι θα σε μάθουν πώς να το κάνεις. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις το θεό, όπως επίσης υπάρχουν και πάρα πολλοί τρόποι να σκοτώνεις. Αλλά εκτός από όλους αυτούς που σε περιμένουν, υπάρχουν και ορδές άλλων που είναι έτοιμοι να σου πουν τι να κάνεις και τι να μην κάνεις. Μείνε μακριά από όλους τους, τόσο μακριά που να μην μπορεί κανείς να σε βρει, ούτε εσύ ο ίδιος. Θα σου αρέσει και σένα να παίζεις με όλους αυτούς που σε περιμένουν, αλλά το παιχνίδι γίνεται κάποια στιγμή τόσο πολύπλοκο και διασκεδαστικό που θα χαθείς μέσα σ’ αυτό. Δεν θα πρέπει να μένεις για πάρα πολύ εδώ. Να είσαι τόσο μακριά, που ακόμη κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις. 

Jiddu Krishnamurti, “Η αναζήτηση της αλήθειας”

...θα τα καταπνίξουμε-όλα!

 


-Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε ένα άλλο, Ουίνστoν;

Ο Ουίνστoν σκέφτηκε:

-Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.


-Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.

Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;

Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.

Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.

Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.


[…] Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε-όλα!

Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.

Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.

Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.

Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.

Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.

Δε θα υπάρχει άμιλλα.

[…]


Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου-για πάντα … »


Τζωρτζ Όργουελ – George Orwell (1903-1950) από το «1984»

ΠΗΓΑΔΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ


Είχαμε τα πηγάδια  μας μέσα στα σπίτια μας.

Πίναμε το νερό της βροχής, λουζόμασταν,
κρατάγαμε μια τάξη και μια πάστα. Μια νύχτα
κάποιος σηκώθηκε, άδειασε μες το πηγάδι
την κούπα του με το φαρμάκι. Οι άλλοι κάναν
πως κοιμόνταν βαθιά. Μετά, ένας ένας
σηκώνονταν με τη σειρά τους, άδειαζαν
την κούπα τους με το φαρμάκι. Σαν ξημέρωσε
κανένας δεν έπινε νερό. Ώσπου, τέλος,
βούλιαξε η σκάλα μέσα στο πηγάδι. Οι ένοικοι
ανέβηκαν στη στέγη, ανοίξανε το στόμα
ασάλευτοι εκεί πάνω ώρες ολάκερες μην πέσει
μια σταγόνα βροχής. Ο πλανόδιος φωτογράφος
πέρασε κάτω στο δρόμο. Δεν τους είδε. Κοιτούσε
τα πένθιμα αγγελτήρια κολλημένα στους στύλους
και στις μεγάλες πόρτες των κλειστών  μαγαζιών.

                                                                    Αθήνα 31/ΙΙΙ/71. ΓΙΑΝΝΗΣ  ΡΙΤΣΟΣ

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΤΑΡΑΤΟ





Όταν βρέχει σε νοιάζομαι
Παραχωμένο στα σκοτεινά
Κόβομαι στα δυο
Ανάσα μισή σβήνει
Φωτιά κλάματα μπλε
Τρέμισμα ρίγος
Πλάτη πάνω κάτω
Ερημιά χωρίς θεό
Δαγκώνει το μέσα
Η αλήθεια απίστευτη,
Ότι ανύπαρχτος υπάρχεις.

Εκείνο το σταράτο,
Και οι ροδοκόκκινοι λοβοί σου 
Βουλιάζουν στα χώματα
Βλασταίνουν ερωτήματα
Πονάει η καρδιά.

                      Ρ.Κ.

Η άνθιση της ερώτησης., ΚΡΙΣΝΑΜΟΥΡΤΙ

Η σκέψη και ο χρόνος είναι οι δύο παράγοντες του φόβου. Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα γι’αυτό. Μην ρωτάτε, “Πώς μπορώ να σταματήσω να σκέπτομαι;” είναι πολύ ανόητη ερώτηση. Γιατί, πρέπει να σκέπτεστε—για να πάτε από εδώ στο σπίτι σας, για να οδηγήσετε το αμάξι σας, για να μιλήσετε μια γλώσσα. Αλλά ο χρόνος μπορεί να μην είναι καθόλου απαραίτητος ψυχολογικά, εσωτερικά. Οπότε λέμε ότι ο φόβος υπάρχει χάρη στους δύο σημαντικούς παράγοντες του χρόνου και της σκέψης, στους οποίους εμπλέκονται η επιβράβευση και η τιμωρία. Λοιπόν, έχω ακούσει αυτήν την δήλωση από εσάς. Και την έχω ακούσει με τόση προσοχή διότι είναι ένα τεράστιο πρόβλημα το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει λύσει και που, συνεπώς, δημιουργεί χάος στον κόσμο. Σας έχω ακούσει, έχω ακούσει την δήλωση. Και επίσης μου έχετε πει: Μην κάνεις τίποτα γι’αυτό, απλά θέσε το ερώτημα και ζήσε με αυτό, όπως μια γυναίκα κρατά τον σπόρο στην μήτρα της. Οπότε θέτω την ερώτηση. Αφήστε το ερώτημα να ανθίσει. Στην άνθιση του ερωτήματος, συνυπάρχει το μαράζωμα του ερωτήματος. Δεν είναι η άνθιση και στην συνέχεια το τέλος-η άνθιση αυτή καθ’αυτή είναι το τέλος».


ΚΡΙΣΝΑΜΟΥΡΤΙ, Πέρα από τη βία.

Να είσαι τόσο μακριά, που ακόμη κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις.

Δεν θα πρέπει ποτέ να είσαι για πολύ εδώ. Να είσαι πολύ μακριά, έτσι ώστε να μην μπορούν να σε βρουν, να μην μπορούν να σε «πλησιάσουν» για να σε βάλουν στα δικά τους καλούπια, για να σε πλάσουν όπως θέλουν. Να είσαι τόσο μακριά όσο και τα βουνά, όσο ο αμόλυντος αέρας. Να είσαι τόσο μακριά ώστε να μην έχεις ούτε γονείς ούτε σχέσεις ούτε οικογένεια ούτε χώρα. Να είσαι τόσο μακριά ώστε ούτε εσύ να ξέρεις που είσαι. Μην τους αφήσεις να σε βρουν. Μην έρχεσαι σε πάρα πολύ κοντινή επαφή μαζί τους. Μένε πολύ μακριά, εκεί όπου ούτε κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις. Κράτα μια απόσταση που να μην μπορεί κανένας να τη διασχίσει. Έχε πάντα ανοιχτό ένα «πέρασμα» που να μην μπορεί κανείς να έρθει σε σένα απ’ αυτό. Μην κλείσεις την πόρτα γιατί δεν υπάρχει πόρτα, μόνο ένα ανοιχτό, ατελείωτο πέρασμα. Αν κλείσεις οποιαδήποτε πόρτα, εκείνοι θα είναι πολύ κοντά σε σένα, και τότε είσαι χαμένος. Μένε πολύ μακριά, εκεί όπου δεν μπορεί να σε φτάσει η αναπνοή τους, γιατί η αναπνοή τους ταξιδεύει πολύ μακριά και πολύ βαθιά. Μη μολύνεσαι απ’ αυτούς, από τα λόγια τους, από τις χειρονομίες τους, από τις φοβερές γνώσεις τους. Έχουν φοβερές γνώσεις, αλλά να βρίσκεσαι μακριά τους, εκεί όπου ούτε εσύ θα μπορείς να σε βρεις. Γιατί σε περιμένουν στην άλλη γωνία, μέσα σε κάθε σπίτι, για να σε βάλουν στα δικά τους καλούπια, για να σε πλάσουν όπως θέλουν, για να σε κάνουν κομμάτια κι ύστερα να σε συναρμολογήσουν πάλι σύμφωνα με τη δική τους εικόνα. Οι θεοί τους -οι μικροί και οι μεγάλοι- είναι «…κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους» σκαλισμένοι από το νου ή από τα χέρια τους. Σε περιμένουν, ο άνθρωπος της εκκλησίας και ο κομμουνιστής, ο πιστός και ο άπιστος, γιατί και οι δύο είναι το ίδιο, νομίζουν ότι είναι διαφορετικοί, αλλά δεν είναι γιατί και οι δύο θα σου κάνουν πλύση εγκεφάλου μέχρι να γίνεις ένας απ’ αυτούς, μέχρι να επαναλαμβάνεις τα λόγια τους, μέχρι να λατρέψεις τους θεούς τους, τους παλιούς και τους καινούριους. Έχουν στρατούς στο όνομα των θεών τους και των πατρίδων τους και είναι ειδικοί στο να σκοτώνουν. Μένε μακριά, γιατί σε περιμένουν ο εκπαιδευτικός και ο επιχειρηματίας. Ο ένας σε εκπαιδεύει για τον άλλο, για να προσαρμοστείς στις απαιτήσεις της κοινωνίας τους, που είναι κάτι θανατερό. Έχουν κατασκευάσει αυτό το πράγμα που το ονομάζουν «κοινωνία και οικογένεια». Αυτά τα δύο είναι οι αληθινοί θεοί τους, το δίχτυ όπου θα μπλεχτείς. Θα σε κάνουν επιστήμονα, μηχανικό ή ειδικό σε κάτι, σχεδόν στα πάντα, από τη μαγειρική και την αρχιτεκτονική έως τη φιλοσοφία. Μένε πολύ μακριά γιατί σε περιμένουν ο πολιτικός κι ο μεταρρυθμιστής. Ο ένας σε στέλνει να φωνάζεις στο πεζοδρόμιο και ο άλλος μετά σε «μεταρρυθμίζει» και θα χαθείς στην ερημιά των λόγων τους που μ’ αυτούς ακριβώς σ’ εξαπατούν. Μείνε μακριά γιατί σε περιμένουν και οι ειδικοί σε θέματα του θεού και εκείνοι που ρίχνουν βόμβες, οι πρώτοι πρώτα θα σε πείσουν να ρίχνεις βόμβες και οι άλλοι θα σε μάθουν πώς να το κάνεις. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις το θεό, όπως επίσης υπάρχουν και πάρα πολλοί τρόποι να σκοτώνεις. Αλλά εκτός από όλους αυτούς που σε περιμένουν, υπάρχουν και ορδές άλλων που είναι έτοιμοι να σου πουν τι να κάνεις και τι να μην κάνεις. Μείνε μακριά από όλους τους, τόσο μακριά που να μην μπορεί κανείς να σε βρει, ούτε εσύ ο ίδιος. Θα σου αρέσει και σένα να παίζεις με όλους αυτούς που σε περιμένουν, αλλά το παιχνίδι γίνεται κάποια στιγμή τόσο πολύπλοκο και διασκεδαστικό που θα χαθείς μέσα σ’ αυτό. Δεν θα πρέπει να μένεις για πάρα πολύ εδώ. Να είσαι τόσο μακριά, που ακόμη κι εσύ να μην μπορείς να σε βρεις. Jiddu Krishnamurti, “Η αναζήτηση της αλήθειας”

1 - 7 - 1956....12 - 4 - 2018

Θάνατος είναι 
η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών 
που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού.


12 /4/ 2018.................22.45...

Β. Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής περί αγάπης

Περί ἀγάπης ἑκατοντάς δευτέρα.

 α΄. Ὁ γνησίως τόν Θεόν ἀγαπῶν, οὗτος καί ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται· καί ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καί γνησίως τόν Θεόν ἀγαπᾷ. Οὐκ εὔχεται δέ ἀπερισπάστως, ὅ τινι ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν προσηλωμένον· οὐκ ἄρα ἀγαπᾷ τόν Θεόν, ὅ τινι τῶν ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν δεδεμένον.  

β΄. Ὁ νοῦς πράγματι χρονίζων αἰσθητῷ, πάθος ἔχει πάντως πρός αὐτό· οἷον ἐπιθυμίας, ἤ λύπης, ἤ ὀργῆς, ἤ μνησικακίας· καί εἰ μή τοῦ πράγματος ἐκείνου καταφρονεῖ, τοῦ πάθους ἐκείνου ἐλευθεροῦσθαι οὐ δύναται.  

γ΄. Τά μέν πάθη τοῦ νοῦ κρατοῦντα συνδεσμοῦσιν αὐτόν τοῖς πράγμασι τοῖς ὑλικοῖς· καί τοῦ Θεοῦ χωρίσαντα, αὐτοῖς ἐνασχολεῖσθαι ποιοῦσιν. ἡ δέ τοῦ Θεοῦ ἀγάπη κρατήσασα, λύει αὐτόν τῶν δεσμῶν· παραφρονεῖν πείθουσα οὐ μόνόν τῶν αἰσθητῶν πραμγάτων, ἀλλά καί αὐτῆς ἡμῶν τῆς προσκαίρου ζωῆς.  

δ΄.  Ἔργον τῶν ἐντολῶν,ψιλά ποιεῖν τά τῶν πραγμάτων νοήματα· ἀναγνώσεως δέ καί θεωρίας, ἄϋλον καί ἀνείδεον τόν νοῦν ἀπεργάζεσθαι· (985) ἐκ δέ τούτου συμβαίνει, τό ἀπερισπάστως προσεύχεσθαι.  

ε΄. Οὐκ ἀρκεῖ πρακτική μέθοδος πρός τό τελείως τόν νοῦν παθῶν ἐλευθερωθῆναι, ὥστε δυνηθῆναι αὐτόν ἀπερισπάστως προσεύχεσθαι, εἰ μή καί διάφοροι αὐτόν διαδέξονται πνευματικαί θεωρίαι. Ἡ μέν γάρ, ἀκρασίας καί μίσους μόνον τόν νοῦν ἐλευθεροῖ· αἱ δέ, καί λήθης καί ἀγνοίας αὐτόν ἀπαλλάττουσι· καί οὕτω δυνήσεται ὡς δεῖ προσεύξασθαι.  

στ΄. Τῆς καθαρᾶς προσευχῆς δύο εἰσίν ἀκρόταται καταστάσεις· ἡ μέν, τοῖς πρακτικοῖς· ἡ δέ, τοῖς θεωρητικοῖς ἐπισυμβαίνουσα. Καί ἡ μέν, ἐκ φόβου Θεοῦ καί ἐλπίδος ἀγαθῆς τῇ ψυχῇ ἐγγίνεται· ἡ δέ, ἀπό θείου ἔρωτος καί ἀκροτάτης καθάρσεως. Γνωρίσματα δέ τοῦ μέν πρώτου μέτρου, τό ἐν τῷ συναγαγεῖν τόν νοῦν ἐκ πάντων τῶν τοῦ κόσμου νοημάτων, καί ὡς αὐτῷ αὐτοῦ περισταμένου τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ καί παρέστη, ποιεῖσθαι τάς προσευχάς ἀπερισπάστως καί ἀνενοχλήτως· τοῦ δέ δευτέρου, τό ἐν αὐτῇ τῇ ὁρμῇ τῆς προσευχῆς ἁρπαγῆναι τόν νοῦν ὑπό τοῦ θείου καί ἀπείρου φωτός, καί μήτε ἑαυτοῦ μήτε τινός ἄλλου τῶν ὄντων τό σύνολον ἐπαισθάνεσθαι, εἰ μή μόνου τοῦ διά τῆς ἀγάπης ἐν αὐτῷ τήν τοιαύτην ἔλλαμψιν ἐνεργοῦντος. Τότε δέ καί περί τούς περί Θεοῦ λόγους κινούμενος, καθαράς καί τρανάς τάς περί αὐτοῦ λαμβάνει ἐμφάσεις.  

ζ΄. Ὅ τις ἀγαπᾷ, τούτου καί ἀντέχεται πάντως· καί πάντων τῶν πρός τοῦτο ἐμποδιζόντων αὐτῷ, καταφρονεῖ, ἵνα μή αὐτοῦ στερηθῇ, καί τόν Θεόν ἀγαπῶν, ἐπιμελεῖται καθαρᾶς προσευχῆς· καί πᾶν πάθος πρός τοῦτο ἐμποδίζον αὐτῷ, ἀποβάλλει ἐξ ἑαυτοῦ.  

η΄. Ὁ τήν μητέρα τῶν παθῶν ἀποβαλών φιλαυτίαν, καί τά λοιπά εὐχερῶς σύν Θεῷ ἀποτίθεται· οἷον ὁργήν, λύπην, μνησικακίαν, καί τά ἑξῆς· ὁ δέ ὑπό τοῦ πρώτου κρατούμενος, ὑπό τοῦ δευτέρου, κἄν μή θέλῃ, τιτρώσκεται. Φιλαυτία δέ ἐστι, τό πρός τό σῶμα πάθος.  

θ΄. Διά τάς πέντε ταύτας αἰτίας οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶσιν ἀλλήλους, εἴτε ἐπαινετῶς, εἴτε ψεκτῶς. Οἷον, ἤ διά τόν Θεόν, ὡς ὁ ἐνάρετος πάντας, καί ὡς ὁ τόν ἐνάρετον κἄν μήπω ἐνάρετος· ἤ διά φύσιν, ὡς οἱ γονεῖς τά τέκνα, καί ἔμπαλιν· ἤ διά κενοδοξίαν, ὡς ὁ δοξαζόμενος τόν δοξάζοντα· ἤ διά φιλαργυρίαν, ὡς ὁ πλούσιον διά λῆψιν· ἤ διά φιληδονίαν, ὡς ὁ τήν γαστέρα θεραπευόμενος καί τά ὑπό γαστέρα. Καί ἡ μέν πρώτη, ἐπαινετή· ἡ δέ δευτέρα, μέση· αἱ δέ λοιπαί, ἐμπαθεῖς.  

ι΄. Ἐάν τινάς μέν μισῇς, τινάς δέ οὐδέ ἀγαπᾷς οὐδέ μισῇς· ἑτέρους δέ ἀγαπᾷς, ἀλλά συμμέτρως· ἄλλους δέ σφόδρα ἀγαπᾷς· ἐκ ταύτης τῆς ἀνισότητος, (988) γνῶθι ὅτι μακράν εἶ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι [Fr. ἀγαπᾷν].  

ια΄. Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ, καί ποίησον ἀγαθόν. Τουτέστι, Πολέμησον τούς ἐχθρούς, ἵνα μειώσῃς τά πάθη· ἔπειτα δέ νῆφε, ἵνα μή αὐξήσωσι. Καί πάλιν· Πολέμησον, ἵνα κτήσῃ τάς ἀρετάς· καί μετέπειτα νῆφε, ἵνα αὐτάς διαφυλάξῃς. Καί τοῦτο ἄν εἴη, τό ἐργάζεσθαι, καί φυλάσσειν.  

ιβ΄. Οἱ κατά συγχώρησιν Θεοῦ πειράζοντες ἡμᾶς, ἤ τό ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς ἐκθερμαίνουσιν, ἤ τό θυμικόν ἐκταράσσουσιν, ἤ τό λογικόν ἐπισκοτίζουσιν, ἤ τό σῶμα ὀδύναις περιβάλλουσιν, ἤ τά σωματικά διαρπάζουσιν.  

ιγ΄. Ἤ δι᾿ ἑαυτῶν ἡμᾶς οἱ δαίμονες ἐκπειράζουσιν, ἤ τούς μή φοβουμένους τόν Κύριον καθ᾿ ἡμῶν ἐφοπλίζουσιν. Καί δι᾿ ἑαυτῶν μέν, ὅταν ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἰδιάσωμεν, ὥσπερ τόν Κύριον ἐν τῇ ἐρήμῳ· διά τῶν ἀνθρώπων δέ, ὅταν μετά τῶν ἀνθρώπων συνδιατρίψωμεν, ὥσπερ καί τόν Κύριον διά τῶν Φαρισαίων. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς εῖς τόν τύπον ἡμῶν ἀποβλεπόμενοι, ἀμφοτέρωθεν αὐτούς ἀποκρουσώμεθα.  

ιδ΄. Ὅταν ἄρχηται ὁ νοῦς εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ προκόπτειν, τότε καί ὁ δαίμων τῆς βλασφημίας ἄρχεται ἐκπειράζειν αὐτόν· καί τοιούτους αὐτῷ λογισμούς ὑποβάλλει, οἷους ἀνθρώπων μέν οὐδείς, μόνος δέ ὁ τούτων πατήρ διάβολος ἐφευρίσκει. Τοῦτο δέ ποιεῖ, φθονῶν τῷ θεοφιλεῖ· ἵνα εἰς ἀπόγνωσιν ἐλθών ὡς τοιαῦτα διανοηθείς, μηκέτι τολμήσῃ διά τῆς συνήθους προσευχῆς πρός αὐτόν ἀναπτῆναι. Οὐδέν δέ ἐντεῦθεν ὠφελεῖται ὁ ἀλάστωρ πρός τόν ἴδιον σκοπόν· ἀλλά καί μᾶλλον βεβαιοτέρους ἡμᾶς ἀπεργάζεται. Πολεμούμενοι γάρ καί ἀντιπολεμοῦντες, δοκιμώτεροι καί γνησιώτεροι εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμεθα. Ἡ δέ ῥομφαία αὐτοῦ, εἰσέλθοι εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ, καί τά τόξα αὐτοῦ συντριβείη.  

ιε΄. Ὁ νοῦς ἐπιβάλλων τοῖς ὁρατοῖς, κατά φύσιν νοεῖ τά πράγματα διά μέσης τῆς αἰσθήσεως· καί οὔτε ὁ νοῦς κακόν, οὔτε τό κατά φύσιν νοεῖν· οὔτε δέ τά πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθησις·  Θεοῦ γάρ εἰσι ταῦτα τά ἔργα. Τί οὖν ἐστι τό κακόν; Δῆλον ὅτι τό πάθος τοῦ κατά φύσιν νοήματος, ὅπερ δύναται μή εἶναι ἐν τῇ τῶν νοημάτων χρήσει, ἐάν ὁ νοῦς γρηγορῇ.  

ιστ΄. Πάθος ἐστί κίνησις ψυχῆς παρά φύσιν, (989) ἤ ἐπί φιλίαν ἄλογον, ἤ ἐπί μῖσος ἄκριτον, ἤ τινος, ἤ διά τι τῶν αἰσθητῶν. Οἷον ἐπί μέν φιλίαν ἄλογον, ἤ βρωμάτων, ἤ γυναικός, ἤ χρημάτων, ἤ δόξης παρερχομένης, ἤ τινος ἄλλου τῶν αἰσθητῶν, ἤ διά ταῦτα.Ἐπί μῖσος δέ ἄκριτον· οἷον ἤ τινος τῶν προειρημένων, ὡς εἴρηται, ἤ πρός τινα διά ταῦτα.  

ιζ΄. Ἤ πάλιν κακία ἐστίν, ἡ ἐσφαλμένη κρίσις τῶν νοημάτων, ᾗ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων. Οἷον ὡς ἐπί τῆς γυναικός, ἡ ὀρθή κρίσις τῆς συνουσίας, ὁ σκοπός ἐστι τῆς παιδοποιίας.Ὁ οὖν εἰς τήν ἡδονήν ἀποβλεψάμενος, ἐσφάλη περί τήν κρίσιν, τό μή καλόν ὡς καλόν ἡγησάμενος. Ὁ γοῦν τοιοῦτος, παραχρῆται γυναικί συνουσιαζόμενος. Καί ἐπί τῶν ἄλλων πραγμάτων καί νοημάτων.  

ιη΄. Ὅτε τόν νοῦν σου οἱ [Fr. Ὅταν τοίνυν τόν νοῦν οἱ] δαίμονες τῆς σωφροσύνης ἐκβαλόντες, τοῖς τῆς προνείας λογισμοῖς περικυκλώσωσι, τότε μετά δακρύων λέγε πρός τόν Δεσπότην· Ἐκβαλόντες με νῦν περιεκύκλωσάν με, τό ἀγαλλίαμά μου λύτρωσαί με, ἀπό τῶν κυκλωσάντων με· καί σώζῃ.  

ιθ΄. Βαρύς ὁ τῆς πορνείας δαίμων, καί σφοδρῶς ἐπιτίθεται τοῖς κατά τοῦ πάθους ἀγωνιζομένοις· καί μάλιστα ἐν τῇ ἀμελείᾳ τῆς διαίτης, καί ἐν ταῖς συντυχίαις τῶν γυναικῶν. Λεληθότως γάρ τῇ λειότητι τῆς ἡδονῆς ὑποκλέπτων τόν νοῦν, μετέπεια ἐπεμβαίνει διά τῆς μνήμης ἡσυχάζοντι, τό τε σῶμα ἐμπυρίζων, καί ποικίλας μορφάς τῷ νῷ παριστῶν. Διό καί πρός τήν συγκατάθεσιν τῆς ἁμαρτίας αὐτόν ἐκκαλεῖται· ἅς ἐάν θέλῃς μή ἐγχρονίζειν ἐν σοί, νηστείαν ἀναλαβοῦ καί κόπον καί ἀγρυπνίαν, καί τήν καλήν ἡσυχίαν μετά ἐκτενοῦς προσευχῆς.  

κ΄. Οἱ τήν ψυχήν ἡμῶν ἀεί ζητοῦντες, διά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν ζητοῦσιν, ἵνα αὐτήν εἰς τήν κατά διάνοιαν, ἤ τήν κατ᾿ ἐνέργειαν ἁμαρτίαν ἐμβάλωσιν. Ὅταν οὖν εὕρωσι τόν νοῦν μή παραδεχόμενον, τότε αἰσχυνθήσονται καί ἐντραπήσονται· ὅταν δέ τῇ πνευματικῇ θεωρίᾳ ἐνασχολούμενον, τότε ἀποστραφήσονται καί καταισχυνθήσονται σφόδρα διά τάχους.  

κα΄. Διακόνου λόγον ἐπέχει, ὁ πρός τούς ἱερούς ἀγῶνας ἀλείφων τόν νοῦν, καί τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς ἀπελεύνων ἀπ᾿ αὐτοῦ· πρεσβυτέρου δέ, ὁ εἰς τήν γνῶσιν τῶν ὄντων φωτίζων, καί τήν ψευδώνυμον γνῶσιν ἐξαφανίζων· (992) ἐπισκόπου δέ, ὁ τῷ ἁγίῳ μύρῳ τελειῶν τῆς γνώσεως τῆς προσκυνητῆς καί ἁγίας Τριάδος.  

κβ΄. Ἀσθενοῦσι μέν οἱ δαίμονες, ὅταν διά τῶν ἐντολῶν μειῶνται τά πάθη τά ἐν ἡμῖν· ἀπόλλυνται δέ, ὅταν εἰς τέλος διά τῆς ἀπαθείας τῆς ψυχῆς ἐξαφανίζωνται, μηκέτι εὑρίσκοντες τά δι᾿ ὧν ἐν αὐτῇ εὑρίσκοντο καί ἐπολέμουν αὐτήν· καί τοῦτο ἄν εἴη τό,  Ἀσθενήσουσι, καί ἀπολοῦνται ἀπό προσώπου σου.  

κγ΄. Οἱ μέν τῶν ἀνθρώπων διά φόβον ἀνθρώπινον τῶν παθῶν ἀπέχονται· οἱ δέ, διά κενοδοξίαν· ἄλλοι δέ, δι᾿ ἐγκράτειαν· ἕτεροι δέ, διά θείων κριμάτων τῶν παθῶν ἐλευθεροῦνται.  

κδ΄. Πάντες οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τά τέσσαρα ταῦτα περιέχουσι· τάς ἐντολάς, τά δόγματα, τάς ἀπειλάς, τάς ἐπαγγελίας· καί πᾶσαν σκληραγωγίαν διά ταῦτα ὑπομένομεν· οἷον, νηστείας, ἀγρυπνίας, χαμευνίας, κόπους καί μόχθους ἐν διακονίαις, ὕβρεις, ἀτιμίας, στρεβλώσεις, θανάτους, καί τά ὅμοια. Διά γάρ τούς λόγους τῶν χειλῶν σου, φησίν, ἐγώ ἐφύλαξα ὁδούς σκληράς.  

κε΄. Μισθός τῆς ἐγκρατείας, ἡ ἀπάθεια· τῆς δέ πίστεως, ἡ γνῶσις· καί ἡ μέν ἀπάθεια, τίκτει τήν διάκρισιν· ἡ δέ γνῶσις, τήν εἰς θεόν ἀγάπην [Fr. τήν θείαν ἀγάπην].  

κστ΄. Πρακτικήν μέν ὁ νοῦς κατορθῶν, εἰς φρόνησιν προκόπτει· θεωρητικήν δέ, εἰς γνῶσιν. Τῆς μέν γάρ ἐστιν, εἰς διάκρισιν ἀρετῆς καί κακίας φέρειν τόν ἀγωνιζόμενον· τῆς δέ, εἰς τούς περί ἀσωμάτων καί σωμάτων λόγους ἄγειν τόν μέτοχον. Τῆς δέ θεολογικῆς χάριτος, τοτηνικαῦτα καταξιοῦται, ὁπηνίκα τά προειρημένα πάντα διά τῶν τῆς ἀγάπης πτερῶν διαπεράσας, καί ἐν Θεῷ γενόμενος, τόν περί αὐτοῦ λόγον διά τοῦ πνεύματος, ὡς ἀνθρωπίνῳ νῷ δυνατόν, διασκοπήσει.  

κζ΄. Θεολογεῖν μέλλων, μή τούς κατ᾿ αὐτόν ζητήσῃς λόγους (οὐ μή γάρ εὕρῃ ἀνθρώπινος νοῦς· ἀλλ᾿ οὐδέ ἄλλου τινός τῶν μετά Θεόν), ἀλά τούς περί αὐτόν, ὡς οἷόν τε, διασκόπει. Οἷον τούς περί ἀϊδιότητος, ἀπειρίας τε καί ἀοριστίας, ἀγαθότητός τε καί σοφίας καί δυνάμεως, δημιουργικῆς τε καί προνοητικῆς, καί κριτικῆς τῶν ὄντων. Οὗτος γάρ ἐν ἀνθρώποις μέγας θεολόγος, ὁ τούτων τούς λόγους κἄν ποσῶς ἐξευρίσκων.  

κη΄. Δυνατός ἀνήρ, ὁ τῇ πράξει τήν γνῶσιν συζεύξας. Τῇ μέν γάρ, τήν ἐπιθυμίαν μαραίνει καί τόν θυμόν ἡμεροῖ· τῇ δέ, τόν νοῦν πτεροῖ, καί πρός Θεόν ἐκδημεῖ.  

κθ΄. Ὅταν λέγῃ Κύριος· Ἐγώ, καί ὁ Πατήρ, ἕν ἐσμεν, τό ταυτόν τῆς οὐσίας σημαίνει. Ὅταν δέ πάλιν λέγῃ· Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί, καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί, τό ἀχώριστον δηλοῖ τῶν ὑποστάσεων. (993) Οἱ οὖν Τριθεῖται χωρίζοντες τοῦ Πατρός τόν Υἱόν, εἰς ἀμφίκρημνον ἐμπίπτουσιν. Ἤ γάρ συναΐδιον λέγοντες τῷ Πατρί τόν Υἱόν, χωρίζοντες δέ αὐτόν ἐξ αὐτοῦ, ἀναγκάζονται λέγειν μή ἐξ αὐτοῦ γεγεννῆσθαι, καί ἐμπεσεῖν εἰς τό τρεῖς λέγειν Θεούς, καί τρεῖς ἀρχάς· ἤ ἐξ αὐτοῦ γεγεννῆσθαι λέγοντες, χωρίζοντες δέ, ἀναγκάζονται λέγειν μή συναΐδιον εἶναι τῷ Πατρί, καί ποιῆσαι ὑπό χρόνον τόν τῶν χρόνων δεσπότην. Χρή γάρ καί τόν ἕνα Θεόν τηρεῖν, καί τάς τρεῖς ὑποστάσεις ὁμολογεῖν, κατά τόν μέγαν Γρηγόριον· καί ἑκάστην μετά τῆς ἰδιότητος. Καί γάρ " διαιρεῖται" μέν, ἀλλ᾿   "ἀδιαιρέτως, κατά τόν αὐτόν καί συνάπτεται μέν, διῃρημένως δέ." Καί διά τοῦτο, παράδοξος  καί ἡ διαίρεσις καί ἡ ἕνωσις. Ἐπεί τί ἔχει τό παράδοξον, εἰ ὡς ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ ἥνωταί τε καί κεχώρισται, οὕτω καί ὁ Υἱός τῷ Πατρί, καί οὐδέν πλέον;  

λ΄. Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ, καί εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών, οὐκ ἐπίσταται διαφοράν ἰδίου καί ἀλλοτρίου, ἤ ἰδίας καί ἀλλοτρίας, ἤ πιστοῦ καί ἀπίστου, ἤ δούλου καί ἐλευθέρου, ἤ ὅλως ἄρσενος καί θηλείας· ἀλλ᾿ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος γενόμενος, καί εἰς τήν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλεπόμενος, πάντας ἐξ ἴσου θεωρεῖ, καί πρός πάντας ἴσως διάκειται. Οὐκ ἔστι γάρ ἐν αὐτῷ Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, οὐδέ ἄρσεν καί θῆλυ, οὐδέ δοῦλος καί ἐλεύθερος· ἀλλά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.  

λα΄. Ἐκ τῶν ὑποκειμένων ἐν τῇ ψυχῇ παθῶν, λαμβάνουσιν οἱ δαίμονες τάς ἀφορμάς τοῦ κινεῖν ἐν ἡμῖν τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Εἶτα διά τούτων πολεμοῦντες τόν νοῦν, ἐκβιάζονται αὐτόν εἰς συγκατάθεσιν ἐλθεῖν τῆς ἁμαρτίας. Ἡττηθέντος δέ αὐτοῦ, ἄγουσιν εἰς τήν κατά διάνοιαν ἁμαρτίαν. Καί ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτόν λοιπόν αἰχμάλωτον εἰς τήν πρᾶξιν. Μετά δέ ταύτην λοιπόν, οἱ τήν ψυχήν διά τῶν λογισμῶν ἐρημώσαντες, σύν αὐτοῖς ὑποχωροῦσι. Μένει δέ μόνον ἐν τῷ νῷ τό εἴδωλον τῆς ἁμαρτίας, περί οὗ φησίν ὁ Κύριος· ὅταν ἴδητε τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ, ὁ ἀναγινώσκων νοείτω· ὅτι τόπος ἅγιος καί ναός Θεοῦ, ὁ νοῦς ὑπάρχει τοῦ ἀνθρώπου, ἐν ᾧ οἱ δαίμονες διά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν τήν ψυχήν ἐρημώσαντες, τό εἴδωλον τῆς ἁμαρτίας ἕστησαν. Ὅτι δέ καί ἱστορικῶς ἤδη ταῦτα γέγονεν, οὐδείς τῶν τά Ἰωσήππεια ἀνεγνωκότων, ὡς οἶμαι, ἀμφιβάλλει. Πλήν τινές φασι καί ἐπί τοῦ Ἀντιχρίστου ταῦτα γενήσεσθαι.  

λβ΄. Τρία εἰσί τά κινοῦντα ἡμᾶς ἐπί τά καλά· τά φυσικά σπέρματα· αἱ ἅγιαι Δυνάμεις, καί ἡ ἀγαθή προαίρεσις. Καί τά μέν φυσικά σπέρματα, ὡς ὅταν (996) ὅ θέλομεν ἵνα ποιῶσιν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ἡμεῖς ὁμοίως ποιῶμεν αὐτοῖς· ἤ ὡς ὅταν ἴδωμέν τινα ἐν στενώσει ἤ ἐν ἀνάγκῃ, καί φυσικῶς ἐλεῶμεν. Αἱ δέ ἅγιαι Δυνάμεις, οἷον ὅταν κινούμενοι ἐπί καλῷ πράγματι, εὕρωμεν συνεργίαν ἀγαθήν, καί κατευοδώμεθα. Ἡ δέ ἀγαθή προαίρεσις, ὡς ὅταν διακρίνοντες ἀπό τοῦ κακοῦ τό καλόν, αἱρώμεθα τό ἀγαθόν.  

λγ΄. Τρία δέ πάλιν εἰσί τά κινοῦντα ἡμᾶς ἐπί τά κακά· τά πάθη, οἱ δαίμονες, καί ἡ κακή προαίρεσις. Καί τά μέν πάθη, ὡς ὅταν ἐπιθυμῶμεν πράγματος παρά λόγον· οἷον ἤ βρώματος, παρά τόν καιρόν, ἤ παρά τήν χρείαν, ἤ γυναικός παρά τόν σκοπόν τῆς παιδοποιΐας, καί τῆς μή νομίμου. Καί πάλιν, ὅταν ὁργιζώμεθα, ἤ λυπώμεθα παρά τό εἰκός· οἷον, κατά τοῦ ἀτιμάσαντος, ἤ ζημιώσαντος. Οἱ δέ δαίμονες, οἷον ὅταν ἐν τῇ ἐμελείᾳ ἡμῶν, καιροσκοποῦντες ἐπιτίθωνται ἡμῖν ἄφνω μετά πολλῆς σφοδρότητος κινοῦντες τά προειρημένα πάθη, καί τά ὅμοια. Ἡ δέ κακή προαίρεσις, οἷον, ὅτε ἐν γνώσει τοῦ καλοῦ, κακῶν ἀνθαιρώμεθα.  

λδ΄. Μισθοί τῶν πόνων τῆς ἀρετῆς, εἰσίν ἡ ἀπάθεια καί ἡ γνῶσις. Αὗται γάρ πρόξενοι γίνονται βασιλείας οὐρανῶν· ὡς καί τά πάθη καί ἡ ἀγνωσία, κολάσεως αἰωνίου. Ὁ οὖν τούτους [in uno Reg. etn. ταύτας] διά δόξαν ἀνθρώπων ζητῶν, καί μή δι᾿ αὐτό τό καλόν, ἀκούει παρά τῆς Γραφῆς· Αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε.  

λε΄.  Εἰσί πολλά τινα φύσει καλά ὑπό τῶν ἀνθρώπων γινόμενα, ἀλλ᾿ οὐ καλά πάλιν διά τινα αἰτίαν· οἷον, νηστεία καί ἀγρυπνία, προσευχή καί ψαλμῳδία, ἐλεημοσύνη καί ξενοδοχία, φύσει καλά ἔργα εἰσίν· ἀλλ᾿ ὅταν διά κενοδοξίαν γίνωνται, οὐκ ἔτι καλά.  

λστ΄. Πάντων τῶν πραττομένων ὑφ᾿ ἡμῶν τόν σκοπόν ζητεῖ ὁ Θεός· εἴτε δι᾿ αὐτόν πράττομεν, εἴτε δι᾿ ἄλλην αἰτίαν.  

λζ΄.  Ὅταν ἀκούσῃς τῆς Γραφῆς λεγούσης· Ὅτι σύ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ· οὐ παρά τόν ὀρθόν σκοπόν πραττόμενα, εἰ καί δοκεῖ καλά εἶναι, ὁ Θεός ἀποδίδωσιν· ἀλλά τά κατά τόν ὀρθόν δηλονότι. Οὐ γάρ εἰς τά γινόμενα, ἀλλ᾿ εἰς τόν σκοπόν τῶν γινομένων, ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις ἐφορᾷ.  

λη΄. Ὁ τῆς ὑπερηφανίας δαίμων, διπλῆν ἔχει τήν πονηρίαν· ἤ γάρ ἑαυτῷ ἀναπείθει τόν μοναχόν ἐπιγράφειν τά κατορθώματα, καί οὐχί τῷ Θεῷ, τῷ καί χορηγῷ τῶν καλῶν, καί βοηθῷ πρός κατόρθωσιν· ἤ τούτῳ μή πειθόμενον, τούς ἔτι ἀτελεστέρους τῶν ἀδελφῶν ὑποβάλλει ἐξουθενεῖν. Ἀγνοεῖ δέ καί οὕτως ὁ ἐνεργούμενος, (997) ὅτι τήν τοῦ Θεοῦ βοήθειαν ἀναπείθει αὐτόν ἀπαρνεῖσθαι. Εἰ γάρ ἐκείνους ὡς μή δυνηθέντας κατορθῶσαι ἐξουθενεῖ, ἑαυτόν δηλονότι ὡς ἐξ ἰδίας δυνάμεως κατορθώσαντα εἰσάγει. Ὅπερ ἐστί ἀμήχανον, τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν. Ἐπειδή ἡ ἡμετέρα ἀσθένεια κινουμένη ἐπί τά καλά, ἄνευ τοῦ τοῦ χορηγοῦ τῶν καλῶν εἰς τέλος ἄγειν οὐ δύναται.  

λθ΄. Ὁ ἐγνωκώς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τήν ἀσθένειαν, οὗτος εἴληφε πεῖραν τῆς θείας δυνάμεως· καί ὁ τοιοῦτος δι᾿ αὐτῆς τά μέν κατορθώσας· τά δέ σπεύδων κατορθῶσαι, οὐκ ἐξουθενεῖ ποτε οὐδένα ἀνθρώπων. Οἶδε γάρ, ὅτι ὥσπερ αὐτῷ ἐβοήθησε, καί πολλῶν παθῶν καί χαλεπῶν ἠλευθέρωσεν, οὕτω δυνατός ἐστι καί πᾶσι βοηθῆσαι ὅτε θέλει· καί μάλιστα τοῖς δι᾿ αὐτόν ἀγωνιζομένοις· εἰ καί κρίμασίν τισιν, ὑφ᾿ ἕν πάντας τῶν παθῶν οὐκ ἀπαλλάττει· ἀλλ᾿ ἰδίοις καιροῖς, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος ἰατρός, ἕκαστον τῶν σπευδόντων ἰᾶται.  

μ΄. Ἐπί τῇ τῶν παθῶν ἀνενεργησίᾳ, ἡ ὑπερηφανία ἐπισυμβαίνει, ἤ τῶν αἰτιῶν ἀποκρυπτομένων, ἤ τῶν δαιμόνων δολερῶς [edot. δολουργῶς] ὑποχωρούντων.  

μα΄. Πᾶσα σχεδόν ἁμαρτία, διά ἡδονήν γίνεται· καί ἡ ταύτης ἀναίρεσις, διά κακοπαθείας καί λύπης, ἤ ἑκουσίου ἤ ἀκουσίου, διά μετανοίας, ἤ οἰκονομικῆς ἐπιφορᾶς [edit. περιφορ. ] διά τῆς προνοίας ἐπαγομένης· Εἰ γάρ ἑαυτούς ἐκρίνομεν, φησίν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δέ, ὑπό Κυρίου (1000) παιδευόμεθα, ἵνα μή σύν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.  

μβ΄. Ὅταν σοι ἔλθῃ ἐξ ἀπροσδοκήτου πειρασμός, μή τόν δι᾿ οὗ αἰτιῶ· ἀλλά τό διά τί ζήτει, καί εὑρίσκεις διόρθωσιν. Ἐπεί, εἴτε δι᾿ ἐκείνου, εἴτε δι᾿ ἄλλου, πιεῖν εἶχες τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων τό ἀψίνθιον.  

μγ΄. Ὅσον εἶ κακότροπος, τό κακοπαθεῖν μή ἀπαναίνου, ἵνα δι᾿ αὐτῆς ταπεινωθείς, τήν ὑπερηφανίαν ἐμέσῃ.  

μδ΄. Οἱ μέν τῶν πειρασμῶν, ἡδονάς· οἱ δέ, λύπας· οἱ δέ, ὀδύνας σωματικάς τοῖς ἀνθρώποις προσάγουσι. Κατά γάρ τήν ἐγκειμένην τῇ ψυχῇ αἰτίαν τῶν παθῶν, καί τό φάρμακον ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν διά τῶν αὐτοῦ κριμάτων ἐπιτίθησιν.  

με΄. Αἱ ἐπιφοραί τῶν πειρασμῶν, τοῖς μέν πρός ἤδη γεγονότων ἁμαρτημάτων ἀναίρεσιν· τοῖς δέ, πρός νῦν ἐνεργουμένων· ἄλλοις, πρός μελλόντων ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπήν, ἐπάγονται. Δίχα τῶν πρός δοκιμήν ἐπισυμβαινόντων, ὡς ἐπί τοῦ Ἰώβ.  

μστ΄. Ὁ μέν ἐχέφρων, τῶν θείων κριμάτων τήν ἰατρείαν ἀναλογιζόμενος, εὐχαρίστως φέρει τάς διά τούτων ἐπισυμβαινούσας αὐτῷ συμφορᾶς· μηδένα τούτων αἴτιον, ἤ τάς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας λογιζόμενος. Ὁ δέ ἄφρων, τήν τοῦ Θεοῦ ἀγνοῶν σοφωτάτην πρόνοιαν, ἁμαρτάνων καί παιδευόμενος, ἤ τόν Θεόν, ἤ τούς ἀνθρώπους τῶν ἑαυτοῦ κακῶν αἰτίους λογίζεται.  

μζ΄. Εἰσί τινα ἱστῶντα τά πάθη τῆς κινήσεως, καί μή ἐῶντα προβῆναι εἰς αὔξησιν· καί εἰσίν ἕτερα ἐλαττοῦντα, καί εἰς μείωσιν ἄγοντα. Οἷον, νηστεία καί κόπος καί ἀγρυπνία, οὐκ ἐῶσιν αὔξειν τήν ἐπιθυμίαν· ἀναχώρησις δέ καί θεωρία καί προσευχή, καί ἔρως εἰς Θεόν, ἐλαττοῦσιν αὐτήν, καί εἰς ἀφανισμόν ἄγουσι. Καί ἐπί τοῦ θυμοῦ δέ ὁμοίως. Οἷον, μακροθυμία καί ἀμνησικακία καί πραότης, ἱστῶσιν αὐτόν, καί οὐκ ἐῶσιν αὔξειν· ἀγάπη δέ καί ἐλεημοσύνη καί χρηστότης καί φιλανθρωπία, εἰς μείωσιν ἄγουσιν.  

μη΄. Οὗτινος ὁ νοῦς διαπαντός ἐστι πρός Θεόν, τούτου καί ἡ ἐπιθυμία εἰς τόν θεῖον ὑπερηύξησεν ἔρωτα· καί ὁ θυμός ὁλοστός εἰς τήν θείαν μετετράπη ἀγάπην. Τῇ γάρ χρονίᾳ τῆς θείας ἐλλάμψεως μετουσίᾳ, ὅλος φωτοειδής γεγονώς, καί τό παθητικόν αὐτοῦ μέρος πρός ἑαυτόν συσφίγξας, εἰς ἔρωτα θεῖον, ὡς εἴρηται, ἀκατάληκτον, καί ἀγάπης ἀκατάπαυστον, ἔστρεψεν, ὅλως ἐκ τῶν ἐπιγείων ἐπί τό θεῖον μεταγαγών.  

μθ΄. Οὐ πάντως ὁ μή φθονῶν, μηδέ ὀργιζόμενος μηδέ μνησικακῶν τῷ λυπήσαντι, ἤδη καί ἀγάπην ἔχει πρός αὐτόν. Δύναται γάρ καί μήπω ἀγαπῶν, (1001) κακόν ἀντί κακοῦ μή ἀποδοῦναι, διά τήν ἐντολήν· οὐ πάντως δέ ἔτι καί καλόν ἀνταποδῦναι κακοῦ, ἀβιάστως. Τό γάρ ἐκ διαθέσεως καλῶς ποιεῖν τοῖς μισοῦσι, μόνης ἐστί τῆς πνευματικῆς τελείας ἀγάπης.  

ν΄. Οὐχ ὁ μή ἀγαπῶν τινα, ἤδη πάντως καί μισεῖ αὐτόν· οὐδέ πάλιν, ὁ μή μισῶν, ἤδη πάντως καί ἀγαπᾷ. Ἀλλά δύναται ὡς μέσος εἶναι πρός αὐτόν· τουτέστι, μήτε ἀγαπᾷν, μήτε μισεῖν. Τήν γάρ ἀγαπητικήν διάθεσιν, μόνοι οἱ ἐν τῶ ἐνάτῳ κεφαλαίῳ ταύτης τῆς ἑκατοντάδος εἰρημένοι πέντε τρόποι, ἐμποιεῖν πεφύκασιν, ὅ τε ἐπαινετός καί ὁ μέσος, καί οἱ ψεκτοί.  

να΄. Ὅταν ἴδῃς τόν νοῦν σου τοῖς ὑλικοῖς ἡδέως ἐνασχολούμενον, καί τοῖς τούτων νοήμασιν ἐμφιλοχωροῦντα, γίνωσκε σεαυτόν ταῦτα μᾶλλον ἤ τόν Θεόν ἀγαπῶντα. Ὅπου γάρα ἐστιν ὁ θησαυρός σου, φησίν ὁ Κύριος, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ἔσται.  

νβ΄. Νοῦς Θεῷ συναπτόμενος, καί αὐτῷ ἐγχρονίζων διά προσευχῆς καί ἀγάπης, σοφός γίνεται καί ἀγαθός καί δυνατός καί φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων καί μακρόθυμος· καί ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα σχεδόν τά θεῖα ἰδιώματα ἐν ἑαυτῷ περιφέρει. Τούτου δέ ἀναχωρῶν [Ft. ἀποχωρῶν], καί τῶν ὑλικῶν προσχωρῶν, ἤ κτηνώδης γίνεται φιλήδονος γεγονώς· ἤ θηριώδης, διά ταῦτα τοῖς ἀνθρώποις μαχόμενος.  

νγ΄. Κόσμον λέγει ἡ Γραφή τά ὑλικά πράγματα· καί κοσμικοί εἰσι, οἱ τούτοις τόν νοῦν ἐνασχολοῦντες, πρός οὕς καί λέγει ἐντρεπτικώτερον· Μή ἀγαπᾷτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. Ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός, καί ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ· ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί, καί τά ἑξῆς.  

νδ΄. Μοναχός ἐστιν, ὁ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων τόν νοῦν ἀποχωρίσας· καί δι᾿ ἐγκρατείας καί ἀγάπης καί ψαλμῳδίας καί προσευχῆς προσκαρτερῶν τῷ Θεῷ.  

νε΄. Κτηνοτρόφος μέν ἐστιν νοητός, ὁ πρακτικός· κτηνῶν γάρ λόγος ἐπέχουσι τά ἠθικά κατορθώματα· διό καί ἔλεγεν ὁἸακώβ·  Ἄνδρες κτηνοτρόφοι εἰσίν οἱ παῖδές σου. Ποιμήν δέ προβάτων, ὁ γνωστικός. Προβάτων γάρ ἐπέχουσιν οἱ λογισμοί, ἐπί τά ὄρη τῶν θεωρημάτων ὑπό τοῦ νοῦ ποιμαινόμενοι. Διά τοῦτο καί Βδέλυγμα τοῖς Αἰγυπτίοις πᾶς ποιμήν προβάτων, ἤγουν ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσι.  

νστ΄. Ὁ μέν φαῦλος νοῦς, κινουμένου τοῦ σώματος διά τῶν  αἰσθήσεων ἐπί τάς ἰδίας ἐπιθυμίας καί ἡδονάς, ἐξακολουθεῖ, καί συγκατατίθεται ταῖς τούτου φαντασίαις καί ὁρμαῖς· ὁ δέ ἐνάρετος, ἐγκρατεύεται, καί κατέχει ἑαυτόν ἀπό τῶν ἐμπαθῶν φαντασιῶν καί ὁρμῶν, καί μᾶλλον φιλοσοφεῖ βελτίους ποιῆσαι τάς τοιαύτας αὐτοῦ κινήσεις.  

(1004) νζ΄. Τῶν ἀρετῶν, αἱ μέν εἰσι σωματικαί· αἱ δέ, ψυχικαί. Καί σωματικαί μέν εἰσιν, οἷον νηστεία, ἀγρυπνία, χαμευνία, διακονία, ἐργόχειρον πρός τό μή ἐπιβαρῆσαί τινα, ἤ πρός μετάδοσιν, καί τά ἑξῆς. Ψυχικαί δέ εἰσιν, οἷον  ἀγάπη, μακροθυμία, πραότης, ἐγκράτεια, προσευχή, καί τά ἑξῆς. Ἐάν οὖν ἔκ τινος ἀνάγκης, ἤ περιστάσεως σωματικῆς, οἷον ἀῤῥωστίας, ἤ τινος τῶν τοιούτων, συμβῇ ἡμῖν μή ἐκτελέσαι δυνηθῆναι τάς προειρημένας σωματικάς ἀρετάς, συγγνώμην ἔχομεν παρά Κυρίου, τοῦ καί τάς αἰτίας εἰδότος· τάς δέ ψυχικάς μή ἐκτελοῦντες οὐδεμίαν ἔξομεν ἀπολογίαν. Οὐ γάρ εἰσιν ὑπό ἀνάγκην.  

νη΄. Ἡ εἰς Θεόν ἀγάπη, πάσης ἡδονῆς παρερχομένης, καί παντός πόνου καί λύπης πείθει καταφρονεῖν τόν μέτοχον αὐτῆς. Καί πειθέτωσάν σε οἱ ἅγιοι πάντες, τοσαῦτα πεπονθότες διά Χριστόν.  

νθ΄. Πρόσεχε σεαυτῷ ἀπό τῆς μητρός τῶν κακῶν, φιλαυτίας, ἥτις ἐστίν ἡ τοῦ σώματος ἄλογος φιλία. Ἐκ ταύτης γάρ εὐλογοφανῶς τίκτονται οἱ πρῶτοι καί ἐμπαθεῖς καί γενικώτατοι τρεῖς ἐμμανεῖς λογισμοί· ὁ τῆς γαστριμαργίας λέγω, καί φιλαργυρίας, καί κενοδοξίας· τάς ἀφορμάς ἐκ τῆς ἀναγκαίας τοῦ σώματος δῆθεν λαμβάνοντες χρείας· ἐξ ὧν γεννᾶται ἅπας ὁ τῶν κακῶν κατάλογος. Δεῖ οὖν, ὡς εἴρηται, προσέχειν ἀναγκαίως, καί ταύτῃ πολεμεῖν μετά πολλῆς νήψεως. Ταύτης γάρ ἀναιρουμένης, συναναιροῦνται πάντες οἱ ἐξ αὐτῆς.  

ξ΄. Τό τῆς φιλαυτίας πάθος, τῷ μέν μοναχῷ ἐλεεῖν ὑποτίθεται τό σῶμα, καί συνελθεῖν παρά τό προσῆκον εἰς τά βρώματα· οἰκονομίας δῆθεν χάριν καί κυβερνήσεως, ἵνα κατά μικρόν παρασυρόμενος, εἰς τόν βόθρον τῆς φιληδονίας ἐμπέσῃ. Τῷ δέ κοσμικῷ ἐντεῦθεν ἤδη πρόνοιαν αὐτῶ ποιεῖσθαι εἰς ἐπιθυμίαν ὑποβάλλει.  

ξα΄. Τήν τῆς προσευχῆς ἀκροτάτην κατάστασιν, ταύτην εἶναι λέγουσι, τό ἔξω σαρκός καί κόσμου γενέσθαι τόν νοῦν, καί ἄϋλον πάντη καί ἀνείδεον ἐν τῶ προσεύχεσθαι. Ὁ οὖν ταύτην ἀλώβητον διατηρῶν τήν κατάστασιν, οὗτος ὄντως ἀδιαλείπτως προσεύχεται.  

ξβ΄. Ὥσπερ τό σῶμα ἀποθνῆσκον, πάντων χωρίζεται τῶν τοῦ βίου πραγμάτων· οὕτω καί ὁ νοῦς ἐν τῷ ἄκρως προσεύχεσθαι ἀποθνήσκων, πάντων χωρίζεται τῶν τοῦ κόσμου νοημάτων. Ἐάν γάρ μή τόν τοιοῦτον θάνῃ θάνατον, μετά θεοῦ εὑρεθῆναι καί ζῆσαι οὐ δύναται.  

(1005) ξγ΄. Μηδείς σε ἀπατήσῃ, μοναχέ, ὅτι ἔνι σε σωθῆναι ἡδονῇ καί κενοδοξίᾳ δουλεύοντα.  

ξδ΄. Ὥσπερ τό σῶμα διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει, καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικάς ἀρετάς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικάς ἀρετάς, ἵνα καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ.  

ξε΄. Ὥσπερ τάς ἡμέρας διαδέχονται αἱ νύκτες, καί τά θέρη οἱ χειμῶνες· οὕτω κενοδοξίαν καί ἡδονήν, λύπαι καί ὀδύναι, εἴτε ἐν τῷ παρόντι εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι.  

ξστ΄. Οὐκ ἔστιν ἁμαρτήσαντα ἐκφυγεῖν τήν μέλλουσαιν κρίσιν, ἄνευ ἑκουσίων ἐνταῦθα πόνων, ἤ ἀκουσίων ἐπιφορῶν.  

ξζ΄. Διά πέντε αἰτίας φασι παραχωρεῖσθαι ἡμᾶς ὑπό Θεοῦ πολεμεῖσθαι ὑπό δαιμόνων. Καί πρώτην μέν εἶναί φασιν, ἵνα πολεμούμενοι καί ἀντιπολεμοῦντες, εἰς διάκρισιν τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας ἔλθωμεν. Δευτέραν δέ, ἵνα πολέμῳ καί πόνῳ τήν ἀρετήν κτώμενοι, βεβαίαν αὐτήν καί ἀμετάπτωτον ἔξωμεν. Τρίτην δέ, ἵνα προκόπτοντες εἰς τήν ἀρετήν, μή ὑψηλοφρονῶμεν, ἀλλά μάθωμεν ταπεινοφρονεῖν. Τετάρτην δέ, ἵνα πειραθέντες τῆς κακίας, τέλειον μῖσος αὐτήν μισήσωμεν. Πέμπτην δέ ἐπί πάσαις, ἵνα ἀπαθεῖς γενόμενοι, μή ἐπιλαθώμεθα τῆς οἰκείας ἀσθενείας, μήτε τῆς τοῦ βοηθήσαντος δυνάμεως.  

ξη΄. Ὥσπερ τοῦ πεινῶντος ὁ νοῦς ἄρτον φαντάζεται, καί τοῦ διψῶντος ὕδωρ, οὕτω καί τοῦ γαστριμάργου ποικιλίας ἐδεσμάτων· καί τοῦ φιληδόνου, μορφάς γυναικῶν· καί ὁ τοῦ κενοδόξου, τάς ἐξ ανθρώπων τιμάς· καί τοῦ φιλαργύρου, τά κέρδη· καί τοῦ μνησικάκου, τήν ἄμυναν τοῦ λυπήσαντος· καί τοῦ φθονεροῦ, τήν κάκωσιν τοῦ φθονουμένου, καί ἐπί τῶν ἄλλων παθῶν ὁμοίως. Ἐκ γάρ τῶν παθῶν ὀχλούμενος νοῦς, λαμβάνει τά ἐμπαθῆ νοήματα, καί ἐγρηγορότος τοῦ σώματος, καί κατά τούς ὕπνους.  

ξθ΄. Ὅταν ἐπιθυμία αὔξῃ, τάς ποιητικάς τῶν ἡδονῶν ὕλας ἐν τοῖς ὕπνοις ὁ νοῦς φαντάζεται· ὅταν δέ ὁ θυμός, τά φόβων ποιητικά βλέπει πράγματα. Αὔξουσι μέντοι τά πάθη, οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες, συνεργόν τήν ἡμετέραν ἀμέλειαν λαμβάνοντες, καί ταῦτα ἐρεθίζοντες. Ἐλαττοῦσι δέ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, πρός τήν τῶν ἀρετῶν ἡμᾶς κινοῦντες ἐργασίαν.  

ο΄. Τό μέν ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς πυκνότερον ἐρεθιζόμενον, ἕξιν φιληδονίας δυσκίνητον τῇ ψυχῇ ἐντίθησιν· ὁ δέ θυμός συνεχῶς ταρασσόμενος, δειλόν καί ἄνανδρον τόν νοῦν ἀπεργάζεται. Ἰῶνται δέ, τό μέν, ἄσκησις ἐπιτεταμένη νηστείας καί ἀγρυπνίας καί προσευχῆς· τόν δέ, χρηστότης καί φιλανθρωπία καί ἀγάπη καί ἔλεος.  

(1008) οα΄. Ἤ διά τῶν πραγμάτων οἱ δαίμονες πολεμοῦσιν, ἤ διά τῶν ἐν τοῖς πράγμασιν ἐμπαθῶν νοημάτων. Καί διά μέν τῶν πραγμάτων, τούς ἐν τοῖς πράγμασιν ὄντας, διά δέ τῶν νοημάτων, τούς τῶν πραγμάτων κεχωρισμένους.  

οβ΄. Ὅσον ἐστίν εὐκοπώτερον τό κατά διάνοιαν ἁμαρτάνειν τοῦ κατ᾿ ἐνέργειαν, τοσοῦτόν ἐστι βαρύτερος ὁ διά τῶν νοημάτων πόλεμος, τοῦ διά τῶν πραγμάτων.  

ογ΄. Τά μέν πράγματα ἔξωθέν εἰσι τοῦ νοῦ· τά δέ τούτων νοήματα ἔσω συνίστανται. Ἐν αὐτῷ οὖν ἐστι, τό εὖ τούτοις χρήσασθαι, ἤ κακῶς. Τῇ γάρ ἐσφαλμένῃ τῶν νοημάτων χρήσει ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων ἀκολουθεῖ.  

οδ΄. Διά τῶν τριῶν τούτων λαμβάνει ὁ νοῦς τά ἐμπαθῆ νοήματα· διά τῆς αἰσθήσεως, διά τῆς κράσεως, διά τῆς μνήμης. Καί διά μέν τῆς αἰσθήσεως, ὅταν προσβάλλοντα αὐτῇ τά πράγματα πρός ἅπερ τά πάθη κεκτήμεθα, κινῇ αὐτόν πρός ἐμπαθεῖς λογισμούς. Διά δέ τῆς κράσεως, ὅταν ἐξ ἀκολάστου διαίτης, ἤ ἐνεργείας δαιμόνων, ἤ νοσήματός τινος ἀλλοιουμένη ἡ τοῦ σώματος κρᾶσις, κινῇ αὐτόν πάλιν πρός ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἤ κατά τῆς Προνοίας. Διά δέ τῆς μνήμης, ὅταν τῶν πραγμάτων πρός ἅπερ πεπόνθαμεν τά νοήματα ἡ μνήμη ἀναφέρῃ, καί κινῇ αὐτόν ὁμοίως πρός ἐμπαθεῖς λογισμούς.  

οε΄. Τῶν εἰς χρῆσιν παρά Θεοῦ δοθέντων ἡμῖν πραγμάτων, τά μέν, ἐν τῇ ψυχῇ, τά δέ, ἐν τῷ σώματι, τά δέ, περί τό σῶμα εὑρίσκεται, οἷον, ἐν μέν τῇ ψυχῆ, αἱ δυνάμεις αὐτῆς· ἐν δέ τῷ σώματι, τά αἰσθητήρια καί τά λοιπά μέλη· περί δέ τό σῶμα, βρώματα, κτήματα, καί τά ἑξῆς. Τό οὖν εὖ τούτοις χρήσασθαι ἤ κακῶς, ἤ τοῖς περί ταῦτα συμβεβηκόσιν, ἤ ἐναρέτους ἤ φαύλους ἡμᾶς ἀποφαίνει.  

οστ΄. Τῶν ἐν τοῖς πράγμασι συμβεβηκότων, τά μέν εἰσι τῶν ἐν τῇ ψυχῇ, τά δέ, τῶν ἐν τῶ σώματι, τά δέ, τῶν περί τό σῶμα πραγμάτων. Καί τῶν μέν ἐν τῆ ψυχῆ, οἷον, γνῶσις καί ἄγνοια, λήθη καί μνήμη, ἀγάπη και μῖσος, φόβος καί θάρσος, λύπη καί χαρά, καί τά ἑξῆς· τῶν δέ ἐν τῷ σώματι, οἷον, ἡδονή καί πόνος, αἴσθησις καί πήρωσις, ὑγεία καί νόσος, ζωή καί θάνατος, καί τά τοιαῦτα. Τῶν δέ περί τό σῶμα, οἷον, εὐτεκνία καί ἀτεκνία, πλοῦτος καί πενία, δόξα καί ἀδοξία, καί τά ἑξῆς. Τούτων δέ, τά μέν καλά, τά δέ κακά τοῖς ἀνθρώποις νομίζεται, οὐδέν αὐτῶν κακόν ὄν τῷ ἰδίῳ λόγῳ· (1009) παρά δέ τήν χρῆσιν, εἴτε κακά κυρίως, εἴτε ἀγαθά εὑρίσκεται.  

οζ΄. Καλή ἡ γνῶσις τῇ φύσει· ὁμοίως δέ καί ὑγεία· ἀλλά τἀναντία τούς πολλούς ἤπερ ταῦτα ὤνησεν. Τοῖς γάρ φαύλοις οὐκ εἰς καλόν ἡ γνῶσις συμβαίνει, εἰ καί τῇ φύσει, ὡς εἴρηται, ἐστί καλή· ὁμοίως δέ οὐδέ ὑγεία, οὐδέ πλοῦτος, οὐδέ χαρά. Οὐ γάρ συμφερόντως τούτοις κέχρηνται. Ἄρα οὖν τἀναντία τούτοις συμφέρει. Οὐκοῦν οὐδέ ἐκεῖνα κακά τῷ ἰδίῳ λόγῳ τυγχάνει, εἰ καί δοκεῖ κακά εἶναι.  

οη΄. Μή παραχρῶ τοῖς νοήμασιν, ἵνα μή ἐξ ἀνάγκης καί τοῖς πράγμασι παραχρήσῃ. Ἐάν γάρ μή τις πρῶτον κατά διάνοιαν ἁμαρτάνῃ, οὐκ ἄν ἁμάρτῃ ποτέ κατ᾿ ἐνέργειαν.  

οθ΄. Εἰκών τοῦ χοϊκοῦ αἱ γενικαί κακίαι ὑπάρχουσιν· οἷον, ἀφροσύνη, δειλία, ἀκολασία, ἀδικία. Εἰκών δέ τοῦ ἐπουρανίου, αἱ γενικαί ἀρεταί, οἷον, φρόνησις, ἀνδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη. Ἀλλά καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσωμεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.  

π΄. Εἰ θέλεις εὑρεῖν τήν ὁδόν τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ζωήν, ἐν τῇ ὁδῷ αὐτήν ζήτει, κἀκεῖ αὐτήν εὑρίσκεις, τῇ εἰπούσῃ· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια. Πλήν σφόδρα ἐμπόνως ζήτει, διότι ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν· καί μήπως τῶν ὀλίγων ἀπολειφθείς, μετά τῶν πολλῶν εὑρεθήσῃ.  

πα΄.Διά τά πέντε ταῦτα ἡ ψυχή ἀπό ἁμαρτιῶν ἀνακόπτεται· ἤ διά τόν φόβον τῶν ἀνθρώπων, ἤ διά τόν φόβον τῆς κρίσεως, ἤ διά τήν μέλλουσαν μισθαποδοσίαν, ἤ διά τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἤ τελευταῖον δία συνείδησιν τύπτουσαν.  

πβ΄. Τινές φασιν, ὅτι οὐκ ἄν ἦν τό κακόν ἐν τοῖς οὖσιν, εἰ μήτι δ᾿ ἄν ἑτέρα τις ἦν δύναμις, ἡ ἀνθέλκουσα ἡμᾶς ἐπ᾿ αὐτό. Αὕτη δέ ἐστιν οὐδέν ἕτερον, ἤ ἡ τῶν κατά φύσιν τοῦ νοῦ ἐνεργειῶν ἀμέλεια. Διόπερ οἱ τούτων τήν ἐπιμέλειαν ποιούμενοι, τά μέν καλά, ἀεί ποιοῦσι· τά δέ κακά [Fr.Ὅρα τί ἐστι κακία], οὐδέποτε. Εἰ οὖν θέλεις καί σύν ἄπωσαι τήν ἀμέλειαν, καί συναπελαύνεις τήν κακίαν· ἥτις ἐστι ἡ ἐσφαλμένη χρῆσις τῶν νοημάτων, ᾗ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων.  

πγ΄. Κατά φύσιν ἐστί τοῦ ἐν ἡμῖν λογικοῦ μέρους, τό τε ὑποταγῆναι τῷ θείῳ λόγῳ, καί τό ἄρχειν τοῦ ἐν ἡμῖν ἀλόγου μέρους. Αὔτη οὖν ἡ τάξις ἐν πᾶσι φυλαχθήτω, καί οὔτε τό κακόν ἔσται ἐν τοῖς οὖσιν, οὔτε τό ἐπ᾿ αὐτό ἀνθέλκον εὑρεθήσεται.  

πδ΄. Οἱ μέν τῶν λογισμῶν, ἁπλοῖ εἰσιν, οἱ δέ σύνθετοι. Καί ἁπλοῖ μέν εἰσιν, οἱ ἀπαθεῖς· σύνθετοι δέ, οἱ ἐμπαθεῖς, ὡς ἐκ πάθους καί νοήματος συγκείμενοι. Τούτων οὕτως ἐχόντων, πολλούς τῶν ἁπλῶν ἔστιν ἰδεῖν ἑπομένους τοῖς συνθέτοις, ὅταν ἄρξωνται κινεῖσθαι πρός τό κατά διάνοιαν ἁμαρτάνειν. Οἷον, ὡς ἐπί χρυσίου· ἀνέβη ἐπί τήν μνήμην τινός λογισμός περί χρυσίου ἐμπαθής· καί ὥρμησε τῇ διανοίᾳ ἐπί τό κλέπτειν, (1012) καί ἀπετέλεσε κατά νοῦν τήν ἁμαρτίαν. Συνείποντο δέ τῆ μνήμῃ τοῦ χρυσίου, καί ἡ μνήμη τοῦ βαλλαντίου καί τοῦ σκευαρίου καί τοῦ κουβουκλείου, καί τῶν ἑξῆς. Καί ἡ μέν μνήμη τοῦ χρυσίου, ἦν σύνθετος· εἶχε γάρ τό πάθος· ἡ δέ τοῦ βαλλαντίου  καί τοῦ σκευαρίου καί τῶν ἑξῆς, ἁπλῆ. Οὐ γάρ εἶχε πρός αὐτά πάθος ὁ νοῦς. Καί ἐπί παντός δέ λογισμοῦ ὁμοίως ἔχει, ἐπί τε κενοδοξίας, καί ἐπί γυναικός, καί τῶν λοιπῶν. Οὐ γάρ πάντες οἱ συνεπόμενοι τῷ ἐμπαθεῖ λογισμῷ λογισμοί, καί ἐμπαθεῖς εἰσιν, ὡς ἀπέδειξεν ὁ λόγος.Ἐκ τούτων οὖν δυνάμεθα γνῶναι, ποῖα τά ἐμπαθῆ νοήματα, καί ποῖα τά ἁπλᾶ.  

πε΄. Τινές μέν φασιν, ὅτι τῶν μορίων τοῦ σώματος καθαπτόμενοι οἱ δαίμονες κατά τούς ὕπνους, κινοῦσι τό πάθος τῆς πορνείας· εἶτα τό πάθος κινούμενον, ἀναφέρει τήν μορφήν τῆς γυναικός διά τῆς μνήμης ἐπί τόν νοῦν. Τινές δέ, ὅτι τῷ μέν νῷ ἐν σχήματι γυναικός παραφαίνονται· τῶν τε μορίων τοῦ σώματος καθαπτόμενοι, τήν ὄρεξιν κινοῦσι, καί οὕτω γίνονται αἱ φαντασίαι. Ἕτεροι δέ πάλιν, ὅτι τό πάθος τό ἐπικρατοῦν ἐν τῷ πλησιάζοντι δαίμονι, κινεῖ τό πάθος· καί οὕτως ἀνάπτεται πρός λογισμούς ἡ ψυχή, ἀναφέρουσα τάς μορφάς διά τῆς μνήμης. Καί ἐπί τῶν ἄλλων δέ ἐμπαθῶν φαντασιῶν ὁμοίως, οἱ μέν οὕτως, οἱ δέ οὕτως συμβαίνειν φασί. Πλήν ἐν οὐδενί τῶν εἰρημένων τρόπων ἰσχύουσι πάθος τό οἱονδήποτε κινῆσαι οἱ δαίμονες, παρούσης τῇ ψυχῇ ἀγάπης καί ἐγκρατείας, οὔτε ἐγρηγορότος τοῦ σώματος, οὔτε κατά τούς ὕπνους.  

πστ΄. Τά μέν τῶν τοῦ νόμου ἐντολῶν καί σωματικῶς καί πνευματικῶς ἀνάγκη φυλάττειν· τά δέ, πνευματικῶς μόνον. Οἷον τό,  Οὐ μοιχεύσεις, Οὐ φονεύσεις, Οὐ κλέψεις, καί τά ὅμοια, καί σωματικῶς καί πνευματικῶς χρή φυλάττειν. Καί πνευματικῶς δέ τρισσῶς. Τό δέ περιτέμνεσθαι   καί φυλάττειν τό Σάββατον, καί σφάξαι τόν ἀμνόν καί ἔδεσθαι ἄζυμα ἐπί πικρίδων, καί τά ὅμοια, πνευματικῶς μόνον.  

(1013) πζ΄. Τρεῖς εἰσιν ἠθικαί καταστάσεις γενικώτεραι ἐν τοῖς μοναχοῖς. Καί πρώτη μέν, τό μηδέν ἁμαρτάνειν κατ᾿ ἐνέργειαν· δευτέρα δέ, τό μή ἐγχρονίζειν ἐν τῇ ψυχῆ τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς· τρίτη δέ, τό τάς μορφάς τῶν γυναικῶν, καί τῶν λυπησάντων ἀπαθῶς θεωρεῖν κατά διάνοιαν.  

πη΄. Ἀκτήμων ἐστίν ὁ ἀπαταξάμενος πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ, καί μηδέν τό σύνολον ἐπί γῆς κεκτημένος πλήν τοῦ σώματος· καί τήν πρός αὐτό δέ σχέσιν διαῤῥήξας, τῷ Θεῷ καί τοῖς εὐσεβέσι τήν ἑαυτοῦ κατεπίστευσεν οἰκονομίαν.  

πθ΄. Τῶν κτωμένων οἱ μέν ἀπαθῶς κτῶνται· διό καί στερούμενοι αὐτῶν, οὐ λυποῦνται· ὡς οἱ τήν ἁρπαγήν τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς μετά χαρᾶς προσδεξάμενοι. Οἱ δέ ἐμπαθῶς κτῶνται· διότι μέλλοντες στερεῖσθαι, περίλυποι γίνονται· ὡς ὁ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ πλούσιος, ἀπῆλθε λυπούμενος. Εἰ δέ καί στεροῦνται, μέχρι θανάτου λυποῦνται. Τοῦ οὖν ἀπαθοῦς καί τοῦ ἐμπαθοῦς τήν διάθεσιν ἡ στέρησις ἐλέγχει.  

τεσ. ἀνοικ.΄.  Τούς μέν ἄκρως προσευχομένους πολεμοῦσιν οἱ δαίμονες, ἵνα τά νοήματα τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων ψιλά μή ἀναλαμβάνωσι· τούς δέ γνωστικούς, ἵνα ἐγχρονίζωσιν ἐν αὐτοῖς οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί· τούς δέ περί τήν πρᾶξιν ἀγωνιζομένους, ἵνα πείσωσιν αὐτούς κατ᾿ ἐνέργειαν  ἁμαρτάνειν· παντί δέ τρόπῳ πρός πάντας ἀγωνίζονται, ἵνα ἀπό τοῦ Θεοῦ οἱ δείλαιοι τούς ἀνθρώπους χωρίσωσι.  

τεσ. ἀνοικ. α΄.  Οἱ κατά τόν βίον τοῦτον ὑπό τῆς θείας προνοίας εἰς εὐσέβειαν ἐγγυμναζόμενοι, διά τῶν τριῶν τούτων πειρασμῶν δοκιμάζονται· οἷον, ἤ διά τῆς τῶν ἡδέων δόσεως, ὡς ἐπί ὑγείας καί κάλλους καί εὐτεκνίας (1016) καί χρημάτων καί δόξης, καί τῶν ὁμοίων· ἤ διά τῆς τῶν λυπηρῶν ἐπιφορᾶς· οἷον, στερήσεως τέκνων, καί χρημάτων καί δόξης· ἤ διά τῶν ὀδύνας ἐμποιούντων τῷ σώματι· οἷον, νοσημάτων καί βασάνων, καί τῶν ἑξῆς. Καί πρός μέν τούς πρώτους λέγει ὁ Κύριος· Εἴ τις οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής. Πρός δέ τούς δευτέρους καί τρίτους· Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν.  

τεσ. ἀνοικ. β΄. Τά τέσσαρα ταῦτά φασιν ἀλλοιῶσαι τήν κρᾶσιν τοῦ σώματος, καί διδόναι τῷ νῷ λογισμούς, εἴτε ἐμπαθεῖς δι᾿ αὐτῆς, εἴτε ἀπαθεῖς· οἷον, τούς ἀγγέλους, τούς δαίμονας, τούς ἀέρας, τήν δίαιταν. Καί τούς μέν ἀγγέλους λόγῳ φασίν ἀλλοιῶσαι· τούς δέ δαίμονας, δι᾿ ἐπαφῆς· τούς δέ ἀέρας, ταῖς μεταβολαῖς· τήν δέ δίαιταν, ταῖς τῶν βρωμάτων καί πομάτων ποιότησι, καί πλεονασμῷ καί ἐλαττώσει· πάρεξ τῶν διά μνήμης καί ἀκοῆς καί ὁράσεως συμβαινουσῶν αὐτῇ ἀλλοιώσεων, πρωτοπαθούσης τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν συμπιπτόντων αὐτῆ λυπηρῶν ἤ χαροποιῶν. Καί ἐκ τούτων μέν πάσχουσα ἡ ψυχή, ἀλλοιοῖ τήν κρᾶσιν τοῦ σώματος· ἐκ δέ τῶν προειρημένων ἡ κρᾶσις ἀλλοιουμένη, παρέχει τῷ νῷ λογισμούς.  

τεσ. ἀνοικ. γ΄. Θάνατος μέν ἐστι κυρίως ὁ τοῦ Θεοῦ χωρισμός· κέντρον δέ θανάτου, ἡ ἁμαρτία· ὅ δεξάμενος ὁ Ἀδάμ, ὁμοῦ τοῦ τῆς ζωῆς ξύλου, καί τοῦ παραδείσου καί τοῦ Θεοῦ ἐξόριστος γέγονε· ᾧ ἐπηκολούθησεν ἐξ ἀνάγκης καί ὁ τοῦ σώματος θάνατος. Ζωή δέ κυρίως ἐστίν ὁ εἰπών· Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή, Οὗτος ἐν τῷ θανάτῳ γενόμενος, τόν νεκρωθέντα πάλιν εἰς τήν ζωήν ἐπανήγαγεν.  

τεσ. ἀνοικ. δ΄. Ὁ λόγος συγγραφόμενος, ἤ πρός τήν ἑαυτοῦ ὑπόμνησιν συγγράφεται, ἤ πρός ὠφέλειαν, ἤ καί ἄμφω, ἤ πρός βλάβην τινῶν, ἤ πρός ἐπίδειξιν, ἤ ἐξ ἀνάγκης.  

τεσ. ἀνοικ. ε΄. Τόπος ἐστί χλόης ἡ πρακτική ἀρετή· ὕδωρ ἀναπαύσεως, ἡ γνῶσις τῶν γεγονότων.  

τεσσ. ἀνοικ.  στ΄. Σκιά θανάτου ἐστίν ἡ ἀνθρωπίνη ζωή. Εἴ τις οὖν  ἐστι μετά τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν, οὗτος δύναται εἰπεῖν ἐναργῶς τό, Ἐάν γάρ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θάνατου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ.  

τεσσ. ἀνοικ. ζ΄. Νοῦς μέν καθαρός ὀρθά βλέπει τά πράγματα· λόγος δέ γεγυμνασμένος, ὑπ᾿ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα· ἀκοή δέ λαμπρά ὑποδέχεται αὐτά.  Ὁ δέ τῶν τριῶν ἐστερημένος, τόν εἰρηκότα κακίζει.  

τεσσ. ἀνοικ.  η΄. Μετά τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ τήν ἁγίαν γινώσκων Τριάδα, καί τήν δημιουργίαν αὐτῆς, καί τήν πρόνοιαν· καί τό παθητόν μέρος τῆς ψυχῆς ἀπαθές κεκτημένος.  

 τεσσ. ἀνοικ. θ΄. (1017) Τήν ῥάβδον σημαίνειν φασί τήν κρίσιν τήν τοῦ Θεοῦ· τήν δέ βακτηρίαν, τήν πρόνοιαν. Τοῦ οὖν τῆς τούτων γνώσεως μετειληφότος ἐστί τό λέγειν· Ἡ ῥάβδος σου καί ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.  

ρ΄. Ὅτε ὁ νοῦς παθῶν γυμνωθῇ, καί τῇ τῶν ὄντων καταλάμπηται θεωρίᾳ, τότε δύναται καί ἐν Θεῷ γενέσθαι, καί ὡς δεῖ προσεύχεσθαι.